Καποδιστριακά

Στα χρόνια του Καποδίστρια
Η πρώτη προσωρινή κυβέρνηση εγκαθίσταται στην Αίγινα και αυτό συμβάλλει στην ανοικοδόμηση της


Tο Κυβερνείο, όπως διαμορφώθηκε
από τον Κεφαλονιτη μηχανικό
Θεόδωρο Βαλλιανο, για να φιλοξενήσει
 τον Καποδίστρια.
Tης Mάρως Kαρδαμίτση-Aδάμη
Αρχιτέκτονος / ετι. καθηγ. ΕΜΠ

11 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ του 1828. Η αντικυβερνητική επιτροπή υποδέχεται στην Αίγινα τον Iωάννη Καποδίστρια, πρώτο Κυβερνήτη της Ελεύθερης Ελλάδας. Δύο μήνες πριν ακριβώς είχε εγκατασταθεί στο νησί η υπό τον Ζαΐμη Διοικητική Επιτροπή, μαζί με την Επιτροπή της Συνελεύσεως και μερικούς από τους πληρεξούσιους.
Oι λόγοι για τους οποίους επελέγη η Αίγινα ως έδρα της Διοικητικής Επιτροπής αναφέρονται με σαφήνεια στη Διακήρυξη της 6ης Νοεμβρίου 1987: «Και ιδού μεταβαίνει εις την νήσον Αίγινα, τόπον ατάραχον και πλησίον εις το ειρημήνον θέα-τροντου πολέμου κείμενον».
Πώς ήταν η Αίγινα του 1828; Η πόλη που αντίκρισε ο Καποδίστριας όταν το Γουορσπάιτ έμπαινε στο λιμάνι της Περιβόλας; Η σημερινή πόλη της Αίγινας είχε ερημώσει γύρω στον 10ο αιώνα, όταν Σαρακηνοί κουρσάροι με συνεχείς επιδρομές ανάγκασαν τους κατοίκους να τραβηχτούν στο εσωτερικό και να χτίσουν τη νέα πρωτεύουσα την Παλιοχώρα. Στα τέλη του 18ου αιώνα ο κίνδυνος των πειρατών είχε πια περάσει και μια νέα τάση για ανέγερση καινούργιας πόλης πάνω στα ερείπια της παλιάς άρχισε να εκδηλώνεται.
O πρώτος οικισμός
Ηδη, από το 1769 είχε κτιστεί «πυργωτή, περιτριγυρισμένη με τοίχο σαν φρούριο» η έπαυλη του Βούλγαρη «Περιβόλα». Εκεί φιλοξενήθηκε αργότερα και ο Καποδίστριας. Στο γύρισμα του αιώνα άρχισαν να κτίζονται στην παραλία τα πρώτα μαγαζιά, του Ν. Λογοθέτη, του Μιχ. Μοίρα, του Λυμπερόπουλου. Το 1802 κτίζεται ο πύργος του Μαρκέλου που χρησιμοποιήθηκε το 1826 ως έδρα της προσωρινής κυβέρνησης και τέσσερα χρόνια αργότερα το 1806 η εκκλησία της «Κοίμησης της Θεοτόκου». Ακολουθούν η κατοικία του Λογοθέτη, «η σπιτάρα», όπου αργότερα στεγάστηκε το πρώτο εθνικό τυπογραφείο, κατεδαφισμένη σήμερα, οι κατοικίες των Λυ-μπερόπουλου, Ζωγράφου, Μαλοκάη και αρκετές άλλες.
Στα χρόνια του Αγώνα ο οικισμός μεγαλώνει με γοργό ρυθμό. Πρόσφυγες απ' όλη την Ελλάδα, Μωραΐτες, Ρουμελιώτες, Μικρασιάτες, Μακεδόνες, Κυδωνιάτες, Αθηναίοι, βρίσκουν εδώ πρόχειρο και κοντινό καταφύγιο. O πληθυσμός πρέπει να πλησίαζε τους 10.000. Ανάμεσα τους σημαντικές προσωπικότητες της εποχής.
Oι εύποροι ή οι σχετικά εύποροι όπως ο ναύαρχος Κωνσταντίνος Κανάρης που κτίζει το σπίτι του στο δυτικό μέρος της πόλης, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ο Μαυροκορδάτος, ο Φ'ινλεϊ και άλλοι είναι σχετικά λίγοι. Oι περισσότεροι κατοικούν σε πρόχειρες καλύβες χτισμένες με κλαδιά και λάσπη, σε σπηλιές ή ακόμα και μέσα στους αρχαίους τάφους (θρακιές). Λίγο πριν από την άφιξη του Καποδίστρια φθάνει στην Αίγινα συνοδεύοντας την αντικυβερνητική επιτροπή ο Κεφαλονίτης μηχανικός και αξιωματικός του σώματος των ιτζενιέρων του τσάρου Θεόδωρος Βαλλιάνος. Αυτός αναλαμβάνει την επισκευή και μετατροπή της οικίας του
αρχιμανδρίτου Αιγινήτου σε «Παλάτιον τηςΑ.Ε. του Κυβερνήτου». Πρόκειται για το γνωστό «Κυβερνείο». Κτίζει επίσης το Παλάτι του Βιάρου και ξύλινα «κιόσκια», περίπτερα στην Περιβόλα και επισκευάζει σημαντικό αριθμό κατοικιών.

Το 1802 κτίζεται ο πύργος του Μαρκέλου,
χρησιμοποιήθηκε το 1826 ως
 έδρα της προσωρινής κυβέρνησης.
Τα σημαντικότερα όμως έργα του Βαλλιάνου στην Αίγινα είναι η κατασκευή και η επιστασία της μεγάλης αμαξωτής επιστρωμένης οδού χώρας Αίγινας - Περιβόλας, το πρώτο έργο οδοποιίας που έγινε στη νεότερη Ελλάδα και εξασφάλιζε την εύκολη επικοινωνία της χώρας με τις πατατοφυτείες της Περιβόλας και την αποβάθρα του Μαραθώνα, ο σχεδιασμός και η εκτέλεση του Ορφανοτροφείου και ο σχεδιασμός και η εκτέλεση του Λοιμοκαθαρτηρίου.
Το Ορφανοτροφείο
Η οικοδομή του Ορφανοτροφείου είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό έργο. Απλό και σαφές στην οργάνωση και τη μορφή του, είναι το πρώτο δημόσιο κτίριο που κατασκευάστηκε επί Καποδίστρια. Σύμφωνα με τις απόψεις που επικρατούσαν τόσο στον ευρωπαϊκό χώρο όσο και στην Ανατολή για κτίρια με παρόμοιες λειτουργίες, το ορφανοτροφείο οργανώνεται γύρω από μια κλειστή εσωτερική αυλή με λιτά και αυστηρά αρχιτεκτονικά στοιχεία, που ενώ εκφράζουν έναν πρώιμο ρομαντικό κλασικισμό απλό στη σύνθεση και με συνέπεια μορφής και λειτουργίας, μπορεί άνετα με τους καθαρούς του όγκους και το σεβασμό στην κλίμακα να θεωρηθεί σαν συνέχεια της τοπικής αρχιτεκτονικής. Η ανέγερση του εξασφάλισε τροφή σε περισσότερα από χίλια άτομα άνδρες και γυναίκες, πρόσφυγες που είχαν καταφύγει στην Αίγινα στα χρόνια του Αγώνα. O κήπος του, προσφορά του κοινού της Αίγινας, έφθανε μέχρι τη θάλασσα, περιτειχισμένος και δενδροφυτευμένος.
Στους χώρους του φιλοξενήθηκαν η Βιβλιοθήκη, το πρώτο τυπογραφείο, το πρώτο αρχαιολογικό μουσείο, η πρώτη ορυκτολογική συλλογή της χώρας κ.λπ.
Αφού άλλαζε πολλές χρήσεις, από το 1880 κι ύστερα και μέχρι το 1984 χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή και υπέστη πολλές μετατροπές και προσθήκες.
Ευτυχώς πριν από λίγες μόνο μέρες εγκρίθηκε από το ΚΑΣ η μελέτη που θα μετατρέψει το φορτωμένο με μνήμες κτίριο σε διαχρονικό μουσείο της Aίγινας.
Το λοιμοκαθαρτήριο
Αν όμως το Ορφανοτροφείο κατάφερε να διασωθεί και να φθάσει στις μέρες μας σχεδόν ατόφιο, το δεύτερο σημαντικό έργο της Αίγινας δεν υπάρχει σήμερα. Πρόκειται για το Λοιμοκαθαρτήριο, την καραντίνα της Αίγινας. Και η απώλεια του είναι ιδιαίτερα σημαντική, γιατί όπως προκύπτει και από την εμπεριστατωμένη μελέτη των Αριστέας Παπανικολάου-Κρίστενσεν και Ιφιγ. Δεκουλαίου, το λοιμοκαθαρτήριο της Αίγινας ήταν κτισμένο πάνω στα ερείπια του αρχαίου θεάτρου του νησιού. Για το λόγο αυτό η κάτοψη του είχε σχήμα ημικυκλικό (μοναδική περίπτωση κάτοψης λοιμοκαθαρτηρίου) και διαιρούνταν εσωτερικά σε δέκα επιμήκεις διαδρόμους με ακτινοειδή διάταξη γύρω από μια ημικυκλική κεντρική αυλή. Oι διάδρομοι αυτοί κατέληγαν σε ένα μικρό οικίσκο στο βάθος τα διαμερίσματα όσων κρατούνταν στην καραντίνα.
Ενα μνημειώδες πρόπυλο-είσοδος οδηγούσε στην κεντρική αυλή. Και εν τω μεταξύ η οικοδομική δραστηριότητα στην Αίγινα συνεχίζεται με αυξημένο ρυθμό. Τώρα χτίζονται οι κατοικίες του Αλ. Κοντόσταυλου, του Σπυρ. Τρικούπη, του Γεωργ. Γενναδίου. Η πόλη αποκτά σταδιακά τη μορφή με την οποία είναι γνωστή ακόμη και σήμερα.
O Αμερικανός γιατρός και φιλέλληνας Σάμουελ Χάου με τη συνεργασία του ολλανδικής καταγωγής μηχανικού του ρωσικού στρατού βαρόνου Καρόλου de Schaumburg
 αναλαμβάνει την επισκευή του λιμανιού και την κατασκευή του μεγάλου λιμενοβραχίονα, του γνωστού τότε ως «αμερικανικού μώλου». Το υλικό για την κατασκευή του κυκλικού τείχους του λιμανιού πήρε ο Χάου, από το «ιερό της Αφροδίτης». Το καλοκαίρι του 1829 το έργο είναι έτοιμο.
Κεντρικό Σχολείο
Λίγους μήνες αργότερα φθάνει στην Eλλάδα και εγκαθίσταται στην Αίγινα ο Κερκυραίος λόγιος Ανδρέας Μουστοξύδης και αναλαμβάνει καθήκοντα διευθυντή του Ορφανοτροφείου του Κεντρικού Σχολείου, του Μουσείου και του Τυπογραφείου. «Εχω μια όμορφη κατοικία που δεν θα έκανε άσχημη εντύπωση ούτε στη Βενετία» γράφει το Γενάρη του 1830 στο φίλο του Αντώνιο Παπαδόπολη.
Την Ίδια περίπου εποχή φθάνουν στην Αίγινα και οι δύο αρχιτέκτονες, οι Σταμάτης Κλεάνθης και Eduard Schaouybert.  Με πρόταση του Μουστοξύδη, οι δύο νέοι διορίζονται αρχιτέκτονες της κυβερνήσεως και αναλαμβάνουν την ανέγερση του «Κεντρικού Σχολείου» στην πλατεία της Μητρόπολης.

Το Μπούρτζι της Αίγινας.
Σχέδιο του Χάνσεν, 1837.
Τα χρήματα για την ανέγερση του προσέφερε ο Ελβετός φιλέλληνας τραπεζίτης και προσωπικός φίλος του Καποδίστρια Egnard.  Το Εϋνάρδειο, όπως ονομάστηκε, είναι το πρώτο κτίριο νεοκλασικής αρχιτεκτονικής της ελεύθερης Ελλάδας. «Το νέον οικοδόμημα απλής δωρικής αρχιτεκτονικής, του οποίου το πρόσωπο στολίζεται από μια στοά, αι δε πλευραί στολίζονται με αετώματα. Το ευρύ χωρότερον των δύο ακροατηρίων χωρεί υπέρ τους 200 μαθητάς. Εις τους τοίχους διαπρέπουσιν αι προτομαί των αρχαίων ποιητών, ρητόρων, ιστορικών, φιλοσόφων».
Kλεάνθης Και Schaubert
 Το παλαιό κτίριο του Κεντρικού, «επισκευασθέν και στολισθέν μετεβλήθη εις Προκαταρκτικό Σχολείον. Την επισκευή ανέλαβαν και πάλι οι δυο αρχιτέκτονες. Oι ίδιοι πάντα ανέλαβαν τον καθορισμό του «Ναού της Αίγινας, την κατασκευή του καμπαναριού και του ωρολογίου της Μητρόπολης, τη μετατροπή του βενετσιάνικου πύργου του μώλου, το Μπούρτζι, δηλαδή σε φυλακές. (Το 1905 το Μπούρτζι γκρεμίστηκε μαζί με το Εθνικό Τυπογραφείο και τη μαγαζάρα του Λογοθέτη).
Μολονότι ότι μέχρι στιγμής τα στοιχεία είναι ελλιπή, δεν είναι απίθανο οι Κλεάνθης και Schaubert  να έχτισαν και ιδιωτικά κτίρια στην Αίγινα. Σε επιστολή του προς τον Καποδίστρια, στις αρχές του καλοκαιριού του 1830, ο Ανδρέας Μουστοξύδης που τον συμβουλεύει να προχωρήσει στο διορισμό τους, σημειώνει ότι έτσι δεν θα είναι «αναγκασμένοι να μετέλθωσι και δι' άλλους την τέχνην των αν απ' αυτούς επροσκαλούντο μερικώς».
Μετά την υπογραφή του πρωτοκόλλου του Λονδίνου την 3η Φεβρουαρίου του 1930, με το οποίο αναγνωρίσθηκε η Ανεξαρτησία της Ελλάδας, οι Αθηναίοι εγκαταλείπουν σιγά σιγά την Αίγινα και επιστρέφουν στην πόλη τους. Μαζί τους εγκαταλείπουν το νησί και οι Κλεάνθης και Schaubert  και εγκαθίστανται οριστικά στην Αθήνα. Λίγο αργότερα ο Καποδίστριας δολοφονείται.
Η χρυσή περίοδος της Αίγινας έχει οριστικά τελειώσει.
Βιβλιογραφία
 1.     Ιφ. Δεκουλάκου Αρ. Παπανικολάου-Κρίστενσεν. Το θέατρο της Αρχαίας Αίγινας.
Ενημ. Δελτίο της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, τεύχος 5,1989.
2.     Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη. O Θεόδωρος
Βαλλιάνος στην Αίγινα. Πρακτικά του Ε"
Διεθνούς Συνεδρίου, τόμος2ος.
3.     Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη. Το Ορφανοτροφείο της Αίγινας. Μέντωρ Ενημ. Δελτίον  των  Εταίρων  της Αρχαιολογικής Εταιρείας, έτος έκτο, τεύχος 26, Ιούνιος
1993.
4.     Γεωργία Κουλικούρδη, Αίγινα, Αθήνα
1990.
5.     Χρηστ. Κωαταντινόπουλου. Η Αίγινα στα
χρόνια τον Καποδίστρια, Αθήνα 1968.
Δημοσιεύτηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 7/9/1997


«Εθνικό Νομισματοκοπείο Αιγίνης.
Το ανέκδοτο αρχείο του Εφόρου Νικολάου Αγγ. Λεβίδη»
Με το από 3ης Απριλίου 1827 Στ’ Ψήφισμα της Γ’ εν Τροιζήνι Εθνικής Συνελεύσεως [1] ο Ιωάννης Καποδίστριας εκλέγεται Κυβερνήτης της Ελλάδος και στις 11/23 Ιανουαρίου 1828 «περί λύχνων αφάς» φθάνει στην Αίγινα.[2]
Η Γ’ εν Τροιζήνι Εθνική Συνέλευση συνέστησε με το από 1ης Μαΐου 1827 ψηφισθέν «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος» Βουλή από αντιπροσώπους των επαρχιών.[3] Μεταξύ των αρμοδιοτήτων της Βουλής περιλαμβανόταν η διάταξη, όπως η Βουλή «κανονίζη το νομισματικόν σύστημα, προσδιορίζουσα το βάρος, την ποιότητα, τον τύπον και το όνομα εκάστου νομίσματος, καθ’ όλην την επικράτειαν».[4]
Σχετική δραστηριότητα για τα νομισματικά θέματα εμφάνισε η Τριμελής Αντικυβερνητική Επιτροπή, απαρτιζόμενη από τους Γ. Μαυρομιχάλη, I. Μ. Μιλαΐτη και I. Νάκο, η οποία είχε συσταθεί με το ψήφισμα Θ’ της 5ης Απριλίου 1827 της Γ’ εν Τροιζήνι Εθνικής Συνελεύσεως[5] με σκοπό τη διακυβέρνηση της χώρας μέχρι της αφίξεως του Καποδίστρια. Στις δραστηριότητές της εντάσσεται, πρώτον η υποβολή σχετικής προτάσεως για την πάταξη της κιβδηλοποιΐας[6] και δεύτερον η προώθηση προς τη Βουλή σχετικής αναφοράς του Δ. Κ. Βυζαντίου,[7] του γνωστού συγγραφέα του έργου Βαβυλωνία. Στην αναφορά του Βυζαντίου γίνεται λόγος για τη σύσταση νομισματοκοπείου, είναι μάλιστα ενδεικτικό ότι είχε βρεθεί ο σφραγιδοποιός Αναγνώστης Λιναρδόπουλος, ο οποίος ανέμενε στην Αίγινα την απόφαση της Βουλής.

Ιωάννης Καποδίστριας.
Εικόνα από λιθογραφία του Μύλλερ
Η επικείμενη άφιξη του Κυβερνήτη Καποδίστρια ανέστειλε οποιαδήποτε πρωτοβουλία. Με την άφιξή του ο Καποδίστριας θα ασχοληθεί με το νομισματικό πρόβλημα, θα καθιερώσει, κατόπιν της από 27 Ιανουαρίου 1828 εισηγήσεως του Αλεξ. Κοντοσταύλου,[8] το φοίνικα ως νόμισμα και θα κοπούν τα πρώτα νομίσματα στο νομισματοκοπείο Αιγίνης στις 28 Ιουλίου 1829,[9] το οποίο συγκροτήθηκε από τον Αλέξανδρο Κοντόσταυλο.
 Α. Σύντομο ιστορικό του Εθνικού Νομισματοκοπείου Αιγίνης
Με το ψήφισμα Ζ’ της 31ης Ιουλίου 1829, που εξεδόθη στο Άργος από την Δ’ Εθνική των Ελλήνων Συνέλευση, ιδρύθηκε το Εθνικό Νομισματοκοπείο[10] και εγκρίθηκε η κοπή του ελληνικού νομίσματος, βάσει σχεδίου που επέβαλε το Πανελλήνιο στην Κυβέρνηση. Το Νομισματοκοπείο στεγάστηκε στην Αίγινα, άγνωστο σε ποιο οίκημα.[11]
Από της 12ης Σεπτεμβρίου 1829 μέχρι της 27ης Δεκεμβρίου 1829 η Εφορεία του Νομισματοκοπείου ασκήθηκε συλλογικώς από τα μέλη της Επιτροπής της Οικονομίας Αλ. Κοντόσταυλο, Γ. Σταύρου, Α. Παπαδόπουλο και I. Κοντουμά, ως αναπληρωματικό μέλος. Από της 27ης Δεκεμβρίου 1829, οπότε η ως άνω Επιτροπή αναχώρησε από την Αίγινα για το Ναύπλιο, μέχρι της 20ής Μαΐου 1830 την Εφορεία του Νομισματοκοπείου άσκησε ο Αλ. Κοντόσταυλος στην Αίγινα, διότι το Νομισματοκοπείο δεν μεταφέρθηκε στο Ναύπλιο, πιθανώς λόγω αδυναμίας εξευρέσεως καταλλήλου οικήματος.
Την 7η Μαΐου 1830 τον Αλέξανδρο Κοντόσταυλο διεδέχθη στην Εφορεία του Νομισματοκοπείου ο Αλέξιος Θεοφίλου Λουκόπουλος, ο οποίος μετείχε και στη Διεύθυνση της Εθνικής Χρηματιστικής Τραπέζης,[12] μαζί με τον Α. Γιαννίτση και άσκησε τα καθήκοντά του μέχρι της 6ης Μαΐου 1832. Την 7η Μαΐου 1832 διορίσθηκε Έφορος του Νομισματοκοπείου ο Νικόλαος Αγγέλου Λεβίδης, ο οποίος άσκησε τα καθήκοντά του μέχρι της εσπέρας της 1ης Φεβρουαρίου 1833, οπότε «το Εθνικόν Νομισματοκοπείον της Ελλάδος έσβησε τας καμίνους του»,[13] συμφώνως προς το διάταγμα περί διακοπής των εργασιών του Νομισματοκοπείου, το οποίο εξεδόθη στο Ναύπλιο την 29-1-1833 από την Αντιβασιλεία.
Β. Ο Νικόλαος Αγγ. Λεβίδης και το ανέκδοτο αρχείο του
Ο Νικόλαος Λεβίδης του Αγγέλου (1765 – 28 Απριλίου 1852) είναι μέλος οικογένειας καταγόμενης από τα Ταταύλα της Κωνσταντινουπόλεως.[14] Ήταν λόγιος, φιλικός, είχε χρηματοδοτήσει την έκδοση Γραμματικής της Ελληνικής Γλώσσης, σε συνεργασία με τον Μητροπολίτη Μολδαβίας Βενιαμίν και τον Ειρηνουπόλεως και Βατοπαιδίου Γρηγόριο,[15] είχε αναλάβει τη δημοσίευση των Απάντων του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και είχε αγοράσει τα σχόλια του διδασκάλου του Γένους Κων­σταντίνου Βαρδαλάχου στα έργα του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, έργο το οποίο ακόμη παραμένει ανέκδοτο στο αρχείο του Ν. Δ. Λεβίδη.[16]
Έλαβε το αξίωμα του Ταμία της άνω κάσας του Κοινού του Οικουμενικού Πατριαρχείου, του Άρχοντος Δικαιοφύλακος της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, ενώ ετιμήθη και από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Κατά τις σφαγές της Κωνσταντινουπόλεως του 1821 βρισκόταν στη Μολδοβλαχία και έτσι γλίτωσε από βέβαιο θάνατο. Στη συνέχεια κατέφυγε στην Οδησσό και ακολούθως στην Ελλάδα. Απέθανε στην Αθήνα. Απέκτησε πέντε υιούς, τον Αλέξανδρο, τον Περικλή, τον Κωνσταντίνο, εκδότη της «Ελπίδος», τον Γεώργιο και τον Δημήτριο.
Υιός του τελευταίου ήταν ο Νικόλαος Δημητρίου Λεβίδης (19/12/1848-1942). Εξελέγη 11 φορές βουλευτής Αττικής, από το 1881 έως το 1920. Διετέλεσε Υπουργός Ναυτικών (1895-1896), Εσωτερικών (1903), Δικαιο­σύνης (1903), Πρόεδρος της Βουλής (1906-1907), Υπουργός Εσωτερικών (1908). Ο Νικόλαος Δ. Λεβίδης την 29.12.1938 εδώρισε την βιβλιοθήκη του και το αρχείο της οικογένειας του, αποτελούμενα περίπου από 4.000 τόμους και φακέλους, στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσό.[17] Μεταξύ των φακέλων του αρχείου ανευρίσκεται φάκελος άνευ αριθμήσεως με τον τίτλο: «Νομισματοκοπείον Αιγίνης», ο οποίος περιέχει έγγραφα πρωτότυπα και αντίγραφα, αφορώντα στην εκεί υπηρεσία του πάππου του Νικολάου Λεβίδη του Αγγέλου.
Γ. Πρώτες προσπάθειες για συγκρότηση Νομισματοκοπείου.
Είναι άξιο προσοχής ότι ο Καποδίστριας μερίμνησε για τα νομισματικά και τραπεζικά θέματα πριν από την έλευσή του στην Ελλάδα. Σχετική είναι η επιστολή του προς τον Μουστοξύδη, στον οποίο συνιστά να συλλέξει όλα τα διατάγματα, τα σχετικά με τη «νομισματοκοποιΐαν» και οτιδήποτε άλλο ωφέλιμο και χρήσιμο για το «δύσκολον και αξιοφρόντιστον» αυτό θέμα.[18]
Παράλληλα, τον προτρέπει να συλλέξει στοιχεία για τους «κώδικας περί εθνικών και εμπορικών Τραπεζών». Φαίνεται ότι υπήρξε γνώστης των πρωσικών κανονισμών για την οργάνωση των τραπεζών και συνιστά στον Ελβετό Κάρολο Βερνέτο να του αποστείλει από το Βερολίνο τα σχετικά διατάγματα, που αφορούν στη σύσταση τραπεζών.[19]
Η ελληνική οικονομία χαρακτηριζόταν κατά την εποχή της αφίξεως του Καποδίστρια από έλλειψη ρευστότητας, γεγονός που είχε ως συνέπεια να υπάρχει υψηλό κόστος συναλλαγών, μικρή ζήτηση και, ως εκ τούτου, χαμηλή προσφορά αγαθών. Τα αρνητικά αυτά αποτελέσματα της ανεπαρκούς νομισματικής ρευστότητας είχαν επισημανθεί από τα μέσα του 18ου αιώνα στη Σκωτία, όπως υποστηρίζει ο Α. Καραγιάννης.[20]
Οι Σκώτοι οικονομολόγοι David Hume (1752) και Sir James Steuart (1767) είχαν συστήσει μέσα από τα έργα τους στους πολιτικούς να αυξάνουν την κοπή νέου χρήματος σε περίπτωση ελλιπούς ρευστότητας, για να διευκολυνθεί η οικονομική ανάπτυξη.[21] Δεν γνωρίζουμε εάν ο Κυβερνήτης ή κάποιος συνεργάτης του ήταν ενήμεροι γι’ αυτές τις προτάσεις οικονομικής πολιτικής. Είναι όμως γεγονός ότι θα έπρεπε να αντιλήφθηκε αμέσως την έλλειψη νομισματικής ρευστότητας, αφού δεν είχε επάρκεια φορολογικών εσόδων, αλλά και δεν είχε κατορθώσει να λάβει επαρκή δάνεια από τις Μ. Δυνάμεις. Με την κοπή του νομίσματος αναγνωρίζεται αφ’ ενός μεν η προσπάθεια για την πάταξη της κιβδηλοποιίας, αφ’ ετέρου δε η εφαρμογή της αρχής του Κυριάρχου, καθώς ο Κυβερνήτης ήθελε να αποδείξει με τον τρόπο αυτό ότι η χώρα ήταν ανεξάρτητη και αυτόνομη.[22]
Στην από 2 Απριλίου 1828 πρόσκληση του Καποδίστρια προς το Πανελλήνιον γίνεται λόγος για νομισματοκοπείο: «Κράτιστον είναι λοιπόν να αποφασίσωμεν άνευ αναβολής περί τούτου και περί καταστάσεως νομισματοκοπείου να επιμεληθώμεν, αν τω οποίω… θέλει συμβή να κόπτεται και νόμισμα αργυρούν». Για το λόγο αυτό προσκαλεί το Πανελλήνιον να επιφορτίσει το Οικονομικό Τμήμα να ετοιμάσει σχέδιο, «…το να περιέχη… προεκλογισμόν των εκχωρηθησομένων χρημάτων εις την Οικονομικήν Επιτροπήν προς κατασκευήν του νομισματοκοπείου».[23]
 Δ. Οι προσπάθειες του Κοντοσταύλου και η σύσταση του Νομισματοκοπείου
 Μετά την σύνταξη του σχεδίου ψηφίσματος για τα νομίσματα αντιμετωπίσθηκε το θέμα της αποκτήσεως νομισματοκοπείου. Για το λόγο αυτό επιφορτίσθηκε ο Κοντόσταυλος να μεταβεί τον Μάιο του 1828 στη Μάλτα και στην Ιταλία, για να προμηθευτεί, με την οικονομική αρωγή των ναυάρχων των συμμάχων δυνάμεων, τα αναγκαία υλικά «δια να κόψωμεν εν Ελλάδι νόμισμα χαλκούν, ως έχοντες την ύλην εκ των αρχήστων ορειχαλκίνων κανονίων», όπως γράφει στον Ανδρέα Μουστοξύδη, εγκατεστημένο στην Βενετία.[24]
Επισημαίνεται στον Μουστοξύδη να συνδράμει τον Κοντόσταυλο στην εύρεση «σηκωτηρίου (balancier) και άλλων προς σύστασιν του μικρού μας κερματοποιείου», κυρίως όμως εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού. Πράγματι, εντός του Ιουνίου 1828 ο Κοντόσταυλος αγόρασε αντί 100 λιρών στερλινών, δηλ. 500 ισπανικών ταλλήρων ή 7.300 γροσίων Τουρκίας, το σύνολο των μηχανών του νομισματοκοπείου του Τάγματος των Ιπποτών του Αγ. Ιωάννου της Μάλτας που ευρίσκονταν σε αχρησία. Το Τάγμα είχε εξωσθεί πριν από τριάντα έτη από τους Γάλλους από το νησί.[25]
Αίγινα. Λιθογραφία του Fr. Hole από πίνακα
 εκ του φυσικού, Krazeisen μεταξύ 1826-1827.
Ο Κοντόσταυλος ήλθε στην Αίγινα την 20ή Νοεμβρίου 1828 κομίζοντας όλα τα μηχανήματα που είχε προμηθευθεί και εγκαταστάθηκε στο ισόγειο και στην αυλή του γραφείου και της οικίας του Κυβερνήτη. Ο Κοντόσταυλος επιφορτίσθηκε με την ανεύρεση των υπαλλήλων που θα επανδρώσουν το Νομισματοκοπείο και την 12η Μαΐου 1829 διατάχθηκε η έναρξη των εργασιών του Νομισματοκοπείου υπό την επαγρύπνηση και ευθύνη του Κοντοσταύλου. Με το Ζ’ Ψήφισμα της 31ης Ιουλίου 1829, που εξέδωσε η Δ’ εν Άργει Εθνική Συνέλευση,[26] εγκρίθηκε αφ’ ενός η αγορά και η σύσταση του νομισματοκοπείου, αφ’ ετέρου εξουσιοδοτήθηκε ο Κυβερνήτης να θέσει σε κυκλοφορία το νέο νόμισμα και να εγκρίνει την περαιτέρω νομισματοκοπία σύμφωνα με το σχέδιο του Πανελληνίου.
Ε. Το Εθνικό Νομισματοκοπείο Αιγίνης και το Αρχείο Νικολάου Αγγ. Λεβίδη.
Τον Αλέξανδρο Κοντόσταυλο, ο οποίος παραιτήθηκε τον Μάιο του 1830, διαδέχθηκε ο Αλέξιος Λουκόπουλος,[27] ο οποίος διατήρησε την θέση του ως Εφόρου καθ’ όλη την υπόλοιπη περίοδο που κυβέρνησε ο Καποδίστριας, αλλά και μετά τη δολοφονία του (27.9.1831), όταν τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε Τριμελής Διοικητική Επιτροπή υπό την προεδρία του Αυγουστίνου Καποδίστρια. Την 6η Μαΐου 1832 αντικαθίσταται ο Λουκόπουλος και την 7η Μαΐου 1832 αναλαμβάνει Έφορος του Νομισματοκοπείου ο Λεβίδης (1765 – 28.4.1852).
Ο Φοίνικας, το πρώτο νόμισμα του νεοσυσταθέντος
ελληνικού κράτους
 Η χαώδης κατάσταση, που επικράτησε μετά την δολοφονία του Καποδίστρια έως και την άφιξη του Όθωνος (30.1.1833),[28] είχε αντίκτυπο και στη λειτουργία του Νομισματοκοπείου. Ειδικότερα, όπως αναφέρεται σε έγγραφο του Αρχείου σε σχετική αναφορά του Εφόρου Λεβίδη, ο Διοικητής Φρουράς της Αιγίνης, χιλίαρχος Νικόλαος Κοντογιάννης, απείλησε τον Λεβίδη λέγοντας ότι θα συλήσει το Νομισματοκοπείο. Περισσότερα έκτροπα απεσοβήθησαν μόνον κατόπιν της πλήρους ικανοποιήσεως του απαιτητικού χιλιάρχου κατά διαταγή της Κυβερνήσεως.
Η τοπική φρουρά αντικαταστάθηκε από το 4ο Τάγμα του τακτικού στρατού, η συμπεριφορά όμως του διοικητή του τάγματος, υποταγματάρχου Φρ. Ανδριέττι, δεν υπήρξε η καλύτερη δυνατή. Προστριβές προς τον Λεβίδη ασκούνταν από τον Επιστάτη του Ορφανοτροφείου Γρηγόριο Κωνσταντά, τον Έκτακτο Επίτροπο Ν. Σκούφο και τον Έφορο των διδακτηρίων Θεόκλητο Φαρμακίδη (4.10.1832), όπως συνάγεται από τον απολογισμό της Εφορείας του Λεβίδη, που φυλάσσεται στο Αρχείο.
Σοβαρότατη, επίσης, υπήρξε η διαμάχη μεταξύ των επιθυμούντων να διορισθούν χαράκτες των νομισμάτων Δημητρίου Κόντου και Γ. Δημητρακοπούλου. Η επιλογή του Κόντου εξόργισε τον έτερο υποψήφιο και άρχισε οξύς αγώνας δια του τύπου με πλήθος αλληλοκατηγοριών. Αποτέλεσμα των διαφόρων αυτών οχλήσεων ήταν η διακοπή των εργασιών του Νομισματοκοπείου την 22α Σεπτεμβρίου 1832 και η επανάληψη τους την 12η Οκτωβρίου 1832.
Τα χάλκινα νομίσματα που εξέδωσε ο Καποδίστριας.
Η άφιξη του Όθωνος την 30ή Ιανουαρίου 1833 και η συνακόλουθη εγκατάσταση της Αντιβασιλείας οδήγησε σε μια προσωρινή ύφεση των πολιτικών παθών. Με το Β.Δ. της 8ης/20ής Φεβρουαρίου 1833 καθορίσθηκε ως νόμισμα η δραχμή. Παράλληλα, διατάχθηκε από την Αντιβασιλεία η διακοπή της λειτουργίας του Νομισματοκοπείου, διότι θεωρήθηκε τούτο ως τεχνικώς ατελές και μη καλώς συνεστημένο, καθόσον: «… άχρι τούδε δεν υπάρχει εις την Ελλάδα καλώς συστημένον νομισματοκοπείον…».[29]
Πράγματι, η Γραμματεία της Οικονομίας διεβίβασε την εντολή αυτή στον Λεβίδη, ο οποίος στην αναφορά του (2.2.1833), μνημονεύει ότι απέλυσε τους εργάτες και είχε αρχίσει η απογραφή από τον Έκτακτο Διοικητή.[30] Έτσι, το Εθνικό Νομισματοκοπείο, το οποίο λειτούργησε για 3,5 έτη έκλεισε το απόγευμα της 1ης Φεβρουαρίου 1833. Στο Αρχείο Λεβίδη υπάρχει σχετική αναφορά των απολυμένων εργατών προς τον Έφορο, στην οποία υπάρχει αίτημα τους (7.2.1833) για την πληρωμή υπερωριών νυκτερινής εργασίας για 15μερο. Το αίτημα αυτό παραπέμφθηκε από τον Λεβίδη στην Γραμματεία της Οικονομίας.
Ο Λεβίδης υπέβαλε, 15 ημέρες μετά την παύση των εργασιών, απολογισμό προς την Γραμματεία της Οικονομίας, ο οποίος περιελάμβανε πλήρη στοιχεία για τη δραστηριότητα του Νομισματοκοπείου κατά το διάστημα της Εφορείας του (17.5.1832 – 1.2.1883). Ειδικότερα, στο Αρχείο Λεβίδη απόκεινται στοιχεία από λογιστικά βιβλία του Νομισματοκοπείου, όπως: α’: Prime note 17.5.1832-1.2.1833, σε μηνιαία τεύχη, β’: Πρόχειρο των μεγάλων κατάστιχων, και γ’: Γενικός Ισολογισμός του Ταμείου Νομισματοκοπείου από 17.5.1832-21.12.1832. Τέλος, υπάρχει ο Κατάλογος των όσων πληρωμών έκαμε το Εθνικόν Νομισματοκοπείον από 17-5. έως 13.12.1832 και Κατάλογος των βιβλίων, τα οποία παρεδόθησαν από τον Λουκόπουλο στον Λεβίδη.
Χαρτονόμισμα αξίας 5 φοινίκων
Εντυπωσιάζει το γεγονός ότι ο Λεβίδης παραθέτει λογι­στικές εγγραφές στην κίνηση των λογαριασμών, δείγμα των εμπορικών γνώσεών του. Στον απολογισμό του Λεβίδη
αναφέρεται ότι τα χρησιμοποιηθέντα «πανδέχτια» υπήρξαν ανόμοια και συνεπώς οι «λάμαι», από τις οποίες κατασκευάζονταν τα χάλκινα νομίσματα, δεν ήταν ομοιοβαρείς, τελικά όμως πραγματοποιήθηκε κέρδος υπέρ του δημοσίου, συνολικού ποσού 6.323,15 φοινίκων. Επίσης, αναφέρεται ότι η φύρα του χαλκού περιορίσθηκε, από 8,5% κατά την διάρκεια της Εφορείας Λουκοπούλου, σε 2,8%, με αποτέλεσμα το Δημόσιο να έχει όφελος 10.960 φοίνικες. Από τους στατιστικούς πίνακες κυκλοφορίας των κερμάτων που παραθέτει ο Λεβίδης, αποδεικνύεται ότι οι συναλλαγές σε ελληνικό νόμισμα διεξάγονταν αποκλειστικά με εικοσάλεπτα.
Όταν συγκροτήθηκε στην Αθήνα το Βασιλικό Νομισματοκοπείο, όσα μηχανήματα της Αιγίνης ήταν χρήσιμα, μεταφέρθηκαν στην Αθήνα και προστέθηκαν στον εξοπλισμό του νέου εργοστασίου, τα μηχανήματα του οποίου είχαν κατασκευασθεί στο Μόναχο. Τα υπόλοιπα μηχανήματα παρέμειναν στην Αίγινα εγκαταλελειμμένα. Ο Σπυρίδων Λάμπρος, όταν το 1885 επισκέφθηκε το νησί, είδε στην αυλή του Κυβερνείου «παρηγκωνισμένον το τελευταίον του Νομισματοκοπείου λείψανον, τον άκμονα πιθανώς, εφ’ ου ετίθεντο τα μετάλλινα κέρματα προς επιχάραξιν της σφραγίδος δια της σφύρας, διότι ούτως απλή φαίνεται ότι ήτο η διαδικασία της χαραγής».[31] Με μέριμνα του Σπ. Λάμπρου, το τελευταίο αυτό λείψανο του Εθνικού Νομισματοκοπείου της Ελληνικής Πολιτείας μεταφέρθηκε στο Μουσείο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, στο Μέγαρο της Παλαιάς Βουλής, όπου σώζεται μέχρι σήμερα.
Διονύσιος Χ. Καλαμάκης και Χρήστος Π. Μπαλόγλου*
* Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Δρ. Οικονομολόγος. Τα τμήματα Α’ και Β’ της μελέτης έχουν συνταχθεί από τον Δ. Καλαμάκη, ενώ τα τμήματα Γ’, Δ’ και Ε’ από τον Χρήστο Μπαλόγλου.
Η Αιγιναία, Περιοδική Πολιτιστική Έκδοση, «Αφιέρωμα στο Επιστημονικό Συνέδριο για τον Καποδίστρια», τεύχος 15, Αίγινα, Ιούλιος – Δεκέμβριος 2008. 
(Πηγή: ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ)

Ή Τυπογραφία στό Νέο 'Ελληνικό Κράτος
ΑΙΓΙΝΑ (1828-1839)
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ Ε. ΣΚΛΑΒΕΝΊΤΗΣ

Το τέλος του 'Αγώνα καί ο ερχομός του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια δημιούργησαν
μεγαλύτερες ανάγκες έντυπου υλικού και καινούργιες συνθήκες παιδείας, που θα
διευκολύνουν την ανάπτυξη της τυπογραφίας. Ο,τι σώθηκε από τα τυπογραφικά μέσα
της επαναστατικής περιόδου, αλλά κυρίως η τεχνογνωσία και η επαγγελματική επάρκεια
των τυπογράφων πού επέζησαν, αποτέλεσαν τους πυρήνες για τη δημιουργία τυπογραφικών επιχειρήσεων, που θα καλύψουν τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας με τα νέα τυπογραφεία, πού ιδρύονται στο Ναύπλιο, στην Αίγινα, την Ερμούπολη και κυρίως την Αθήνα.

Από τον 'Ιανουάριο του 1828 ή Εθνική Τυπογραφία εγκαταστάθηκε στην Αίγινα και ο
Κυβερνήτης κάλεσε από το Παρίσι τον Γεώργιο Αποστολίδη Κοσμητή για να αναλάβει την διεύθυνση της. Η κακή εξέλιξη των σχέσεων τοϋ Αποστολίδη με τον έφορο της τυπογραφίας Α. Μουστοξύδη ζημίωσε την Τυπογραφία. Υποδιευθυντής ανέλαβε ο Παύλος Πατρίκιος. Η μεταφορά τής έδρας τής Κυβερνήσεως στο Ναύπλιο, τον Σεπτέμβριο του 1830, συμπαρέσυρε και τη Γενική Εφημερίδα, αλλά όχι και ολόκληρο το τυπογραφείο, του οποίου μέρος θα παραμείνει στην Αίγινα ως το 1832 με διευθυντή τον Αποστολίδη. Τό 1832 θα υπάρξει εναλλαγή διευθυντών στο Ναύπλιο και στην Αίγινα. «Η εν Αίγίνη Εθνική Τυπογραφία διευθυνομένη υπό Γ. Αποστολίδου  Κοσμητοϋ» τύπωσε τη Γενική Εφημερίδα (1828-1830), τήν Αίγιναία, έφημερίς φιλολογική, επιστημονική καί τεχνολογική εκδιδομένη άπαξ του μηνός υπό Γ. Κοσμητοϋ
Αποστολίδου (1831), με κύριους αρθρογράφους τόν Ανδρέα Μουστοξύδη και τον
Ιωάννη Κοκκώνη, και 40 περίπου βιβλία (1828-1833) ποικίλης ύλης (από αυτά δύο βιβλία του 1830 φέρουν την ένδειξη «Τυπογραφία του 'Ορφανοτροφείου»): δύο βιβλία με τα Πρακτικά των Εθνοσυνελεύσεων, πέντε με νομικά κείμενα και δικαστικούς κώδικες, δέκα για σχολική χρήση, -κατά το εκδοτικό πρόγραμμα της Επιτροπής Προπαιδείας (Ά. Μουστοξύδης και Ι . Κοκκώνης)-, για την αλληλοδιδακτική διδασκαλία κυρίως και εκδόσεις αρχαίων κειμένων με την επιμέλεια του Γ. Γεννάδιου και τέσσερα βιβλία για την αλληλοδιδακτική μέθοδο και την οργάνωση της στρατιωτικής σχολής. Οι μεταφράσεις του Βόλνεϋ, Φυσικός Νόμος ή φυσικαί άρχαί της Ηθικής, τοΰ J. Β. Say, Πολιτικής Οικονομίας Κατήχησις και το μικρό βιβλίο του Γ. 'Αθανασίου, Περί ωφελείας και εκτάσεως των πολιτικών επιστημών, δείχνουν τις θεωρητικότερες αναζητήσεις και καταθέσεις διανοουμένων στην εκκίνηση για τη σύνταξη της ελληνικής πολιτείας. Ή Βιογραφία τών Ηρώων Μάρκου Μπότσαρη και Καραϊσκάκη από τον Γεώργιο Γαζή και οι Λόγοι του Σπ. Τρικούπη, πού εκφωνήθηκαν κατά την Ελληνική Επανάσταση, εντάσσονται στην προσπάθεια δικαίωσης του 'Αγώνα και δημιουργίας του ελληνικού πανθέου.

ΑΙΓΙΝΑ (1828-1839)
Η παρουσία του Κυβερνήτη στην Αίγινα (1828-1830) και η εγκατασταση της 'Εθνικής
Τυπογραφίας στο νησί δημιούργησαν μια εκδοτική κίνηση σημαντική, πού στηριζόταν κυρίως στην παραγωγή του δημόσιου και του ιδιωτικού τμήματος της 'Εθνικής Τυπογραφίας.

Η κινητικότητα αυτη είχε σαν αποτέλεσμα τις παράλληλες προσπάθειες για ίδρυση ιδιωτικών τυπογραφείων, πού συνεχίστηκαν και μετα την απομάκρυνση της έδρας της κυβέρνησης από την Αίγινα.
Γνωρίζουμε ότι οι τυπογράφοι Παντελής Κ. Παντελής, εκδότης της εφημερίδας 'Ανεξάρτητος (1828), Ά. και Ν. 'Αγγελίδης (1829) και Ά. 'Αγγελόπουλος τύπωσαν τέσσερα βιβλία. Ό 'Αγγελίδης τό 1834 θα μεταφέρει το τυπογραφείο του στο Ναύπλιο και αργότερα στην 'Αθήνα.
Στην Αίγινα ζούσε από το 1831 ό λόγιος διδάσκαλος Νεόφυτος Δούκας (1760-1845) προσφέροντας τις υπηρεσίες του στη νεολαία και στη διοίκηση. Τον τελευταίο χρόνο της λειτουργίας του ιδιωτικού τμήματος της 'Εθνικής Τυπογραφίας στην Αίγινα (1833) ο Δούκας τύπωσε εκεί τη Γραμματική Τερψιθέα του σε έκτη έκδοση και αναζητούσε τυπογράφο να τυπώσει τα ανέκδοτα έργα του, κυρίως τις μεταφράσεις αρχαίων ποιητών. Τα ίδια χρόνια ό 'Αθηναίος 'Ανδρέας Κορομηλάς (1810/1811-1858), εργάτης της Εθνικής Τυπογραφίας από το 1827, βαρυνόμενος με την κατηγορία της υπεξαίρεσης, επιθυμεί να αποκτησει δικό του τυπογραφείο, είτε με τη βοήθεια χρηματοδότη ή με ενοικίαση της σχολάζουσας Εθνικής Τυπογραφίας (σχετική αίτηση του, μαζί με τον Π. Πατρίκιο και τον Αργύρη Κεφάλα, απορρίφθηκε από τη Διοίκηση, 1833). Τον Ιούνιο του 1832 έγραψε στον Γάλλο τυπογράφο Φιρμίνο Διδότο, παραγγέλλοντας να του σταλεί «εν πιεστηριον και 3 κόλλας στοιχεία». Το γράμμα χάθηκε και ο Κορομηλάς ξανάγραψε στον Διδότο στις αρχές του 1833 επαναλαμβάνοντας την παραγγελία του. Τον Μάιο του 1833 ό Ν. Δούκας στέλνει
γράμμα στον Κορομηλά, καθώς πληροφορείται τις κινήσεις του για απόκτηση τυπογραφείου, ερωτώντας για τον χρόνο έναρξης της λειτουργίας του και τις δυνατότητες του, προτείνοντας δανειοδότηση για την επέκταση του τυπογραφείου και υποσχόμενος τυπογραφικές εργασίες για πέντε χρόνια (500 τυπογραφικές κόλλες βιβλία). Ό Κορομηλάς, άφοϋ συμφώνησε σε  όλα με τον Δούκα και πήρε εγγυητική επιστολή για το δάνειο, έφτασε στο Παρίσι τον Αύγουστο του 1833. Τον Σεπτέμβριο του 1833 τα εργοστάσια Διδότου ετοίμασαν μέρος της παραγγελίας του Κορομηλά, αξίας 8.000 φράγκων: «εξ ενός πιεστηρίου Στάγχοπ, τρεις κόλλας στοιχεία, γαλλικά και τσίτσερο, τυπογραφικάς [κόλλας] τέσσερας ελληνικάς των 11 στιγμών και μίαν 8 ελληνικά. Και διάφορα άλλα αναγκαία εργαλεία. Το δε  έπίλοιπον μέρος το οποίον είναι περισσότερον τούτου μενει να με το στείλη ό κ. Διδώτος ύστερον από δύο μήνας εις Αθήνας».
Το τυπογραφείο Κορομηλά στην Αίγινα λειτούργησε από το 1834 ως το 1839. Τύπωσε πρώη την αναγγελία του Ν. Δούκα για τις επικείμενες εκδόσεις των έργων του (14 Φεβρουαρίου 1834) και 14 βιβλία του σε 29 τομους - άλλα 4 έργα του Δούκα θα τυπώσει ο Κορομηλάς στην Αθήνα (1842-1845) και τελευταία την αγγελία του θανάτου του Ν. Δούκα.
Στην Αίγινα ό Κορομηλάς, το 1834 και το 1835, θα τυπώσει εννέα ακόμη βιβλία ιστορικά, σχολικά, λογοτεχνικά και πρακτικών γνώσεων.

Από το 1835 το κύριο μέρος του τυπογραφείου του Κορομηλά εγκαθίσταται στην Αθήνα.
Μία στατιστική, πού δημοσιεύεται το 1836 για τα τυπωθέντα αντίτυπα από το 1833, παρουσιάζει τον Κορομηλά με 70.650, τον Τομπρα με 9.000, τον Ράλλη με 13.000, τον Ιωαννη Φιλήμονα με 5.000 και τον 'Αγγελίδη με 2.000 αντίτυπα.
(το κείμενο είναι μέρος του τίτλου και έχει επιλεγεί αυτό που αφορά μόνο την Αίγινα)
 
H εγκατάσταση του Καποδίστρια


“Ελληνικός Τηλέγραφος”  φύλλο της 18ης Απριλίου 1828

Τη 7η Φεβρ. (σ. “Π”: Η ημερομηνία της άφιξης στην Αίγινα ήταν η 8η Ιανουαρίου, αν και η εφημερίδα την έχει καταγράψει στις 7 Φεβρουαρίου) εγκαθιδρύθη κατά την Αίγιναν η νέα προσωρινή διοίκησις, ως ερρέθη νεωστί, με μεγάλην παρρησίαν, και ο αρ. 7 της γενικής εφημερίδος περιγράφει τούτο περιστατικώς πως.

Αφ’
ού προ των 10 ωρών προ του γεύματος έγιναν όλαι αι ετοιμασίαι εις ταύτην την εορτήν, και ο δρόμος από της οικίας του Κυβερνήτου(Προέδρου) έως εις την μεγάλην εκκλησίαν, ένθα έμελλεν εκείνος να κάμη τον όρκον, εστρώθη με κλόνους ελαιών, εκινήθησαν την
διωρισμένην ώραν δια την εκκλησίαν όλοι κατά τάξιν τοιαύτην, πρώτον μεν οι μαθηταί της αλληλοδιδασκαλίας μετά της σημαίας των, καθείς έχων εν χειρί κλόνον ελαίας, μετά τούτους δε δύο Ελληνικαί σημαία και η μουσική του Αγγλικού μεγάλου πλοίου Warspite, μετά τούτο δε ο Πρόεδρος, εν συνοδία των μελών του Πανελληνίου και του γραμματέως κυρίου Σπυρίδωνος Τρικούπη, και κατόπιν τούτων κατά τάξιν όλοι οι παρόντες Ελληνικοί στρατηγοί, και αξιωματικοί των εν τω λιμένι ταύτης της νήσου ευρισκομένων Αγγλικών τε και Ρωσσικών πλοίων.

Οτε δε πάντες έφθασαν εις την εκκλησίαν, πρώτον μεν έγινεν υπό του Κλήρου η συνειθισμένη προσευχή, είτα δε παρελθών ο Πρόεδρος αντικρύ του
Μητροπολίτου κρατούντος το ευαγγέλιον, και εκτείνας την δεξιάν, ώμοσε τον εν τω πέμπτω ψηφίσματι υπαγορευόμενον όρκον*), μετά δε τούτον έκαμαν τον ίδιον όρκον και οι άνδρες του Πανελληνίου και ο κύριος γραμματεύς, μεθ’ ό εψάλη η μικρά δοξολογία και η συνειθισμένη δέησις υπέρ των υπερασπιστών της Ελλάδος τριών βασιλέων, εν κρότω κανονίων από της πόλεως 21· μετά τούτο έγινεν ετέρα δέησις υπέρ του Προέδρου κόμητος Καποδίστρια και της νέας διοικήσεως της Ελλάδος, καθ’ ήν ευκαιρίαν εδόθησαν από των εν τω λιμένι Αγγλικών και Ρωσσικών πλοίων 19 κρότοι κανονίων και εκρέματο η Ελληνική σημαία, και ο λαός έκραζε ζήτ
ω ο ημέτερος Κυβερνήτης.

Ο Κυβερνήτης υπέστρεψεν εις οικίαν με την ιδίαν ήν ήλθεν εις εκκλησίαν πομπήν, και παρευθύς εκάθισαν αυτός τε και οι άνδρες του Πανελληνίου, ο γραμματεύς της πολιτείας και οι ξένοι αξιωματικοί εις πρόγευμα, εν διαστήματι του οποίου έγινεν η φιλοτήσιος πόσις υπέρ των τριών μοναρχών, των υπερασπιστών της Ελλάδος, υπέρ του Ελληνικού έθνους και της νέας διοικήσεως.

Αρ. 16 και 17. Ελλ. Τηλ. μετεδόσαμεν μέν τον εκδοθέντα λόγον του Προέδρου και ανεφέραμεν περί του Πανελληνίου, κρίνομεν δε εύλογον να μεταδώσωμεν κατωτέρω τον τε λόγον εκείνον και το περί συστάσεως του
πανελληνίου ψήφισμα ως αναγινώσκομεν αυτά εν τω πρωτοτύπω.

Ο
Κυβερνήτης της Ελλάδος διακηρύττει προς τους Ελληνας

Εαν ο Θεός μεθ’ ημών, ουδείς καθ’ ημών. Τέλος πάντων είμαι
εν μέσω υμών, και δια τούτο αποδίδω χάριτας προς τον Υψιστον. Η διάχυσις της ψυχής, με την οποίαν με υπεδέχθητε, και τα δείγματα της εμπιστοσύνης, με τα οποία ευαρεστείσθε να με περιστοιχείτε, νύττεν βαθέως την καρδίαν μου, και δεν βλέπω την στιγμήν να σας δώσω όλον ολόκληρον το μέτρον της αφοσιώσεως και της ευγνωμοσύνης μου.

- Θέλετε το λάβει, ελπίζω, ευθύς αφού οι Αντιπρόσωποί σας, νομίμως κατασταθέντες εις Εθνικήν Συνέλευσιν, θέλουν γνωρίσει τας διακοινώσεις, τας οποίας οφείλω να κάμω προς αυτούς· τότε θέλετ’
εμπορέσει να βεβαιωθήτε, ότι τα ταξείδιά μου, ως και αι προσπάθειαί μου από τον Μάϊον μήνα, είχον μόνον και εξαίρετον σκοπόν, να εξάξουν την αγαπητήν μας πατρίδα από την ολεθρίαν μανήρη θέσιν, εις την οποίαν εισέτι ευρίσκεται, να την καταστήσουν στε ν’ απολαύη χωρίς αργοπορίαν τ’ αγαθά, όσα την υπόσχεται ο πρώτος παράγραφος του προσθέτου άρθρου της εν Λονδίνω συνθήκης των 6 Ιουλίου του παρελθόντος, έτους, και να την προμηθεύσουν ακόμη χρηματικά τινα μέσα εκ μέρους όλων ανεξαιρέτως των Δυνάμεων, αίτι
νες υπέγραψαν την συνθήκην αυτήν.

- Αι τιμαί της 12 (24) του παρόντος μηνός, έχουσαι αντικείμενον την σημαίαν σας, και την καθιέρωσιν της νέας Κυβερνήσεώς σας, θέλουν σας ενθαρρύνει να πιστεύσετε μετ’
εμού, ότι, εάν ο ανωτέρω σκοπός δεν κατωρθώθη ακόμη, θέλει κατορθωθή την στιγμήν, καθ’ ήν εσωτερική Διοίκησις, ισχύουσα μόνον δια των νόμων, θέλει δυνηθή να σας διασώση από την φρικτήν αναρχίαν, και ούτω βαθμηδόν να σας οδηγήση εις την πρόοδον της εθνικής και πολιτικής αναγγενήσεώς σας. -Τότε μόνον θέλετε δυνηθή να αποδώσητε εις τους συμμάχους Μονάρχας τα δι’ αυτούς απαραίτητα ενέχυρα, ώστε να μην αμφιβάλλουν πλέον περί της οδού, την οποίαν θέλετε γνωρίσει και δυνηθή να οδεύσετε προς εκπλήρωσιν των σωτηρίων σκοπών, οίτινες εγέννησαν την πράξιν της 6 Ιουλίου και την εις αιώνα αξιομνημόνευτον ημέραν της 8 (20)
Οκτωβρίου.

- Πριν τούτου δεν έχετε το δίκαιον να ελπίσετε τας οποίας υπέρ υμών επεκαλέσθην βοηθείας, ούτε καμμίαν άλλην συνδρομήν, δια να δυνηθήτε να εύρετε τα μέσα να εισάξετε την εσωτερικήν ευταξίαν,
και να φυλάξετε την υπόληψίν σας εις τον έξω κόσμον.- Τοιαύτα συλλογιζόμενος αισθάνομαι ζωηράν θλίψιν, ότι η εν Τροιζήνι Εθνική Συνέλευσις δεν εφωδίασε τηνΒουλήν με αποχρώσας δυνάμεις, δια να έχη την εξουσίαν να κυρώση τα μέτρα, άτινα η κοινή σωτηρία αποκαθιστά εις το εξής εξ ανάγκης καταπειγούσης απαραίτητα. - Νέα Εθνική Συνέλευσις δεν εμπορεί να συνέλθη παντελώς προ του Απριλλίου μηνός. Αλλ’ εν τω μεταξύ τούτω εξακολουθούσα η ενεστώσα κρίσις εμπορεί να μηδενώση όλας τας ελπίδας σας, και να αποστερήση του
ς καρπούς των υπέρ του ιερού αγώνος απείρων θυσιών, αγώνος, τον οποίον με τοσαύτην ανδρείαν και καρτερίαν υπεστηρίξατε.

- Πεπεισμένος, με πόσην ανυπομονησίαν επιθυμείτε να τρυγήσετε τους καρπούς των θυσιών τούτων, και να πιστώσετε την προσδοκίαν των συμμάχων Δυνάμεων, ως και την υπέρ υμών πρόνοιαν, με την οποίαν ο χριστιανικός και πολιτισμένος κόσμος σας τιμά, αποφασίζω να σας προμηθεύσω το κατ’
εμέ μόνον μέσον προς τον σκοπόν, συγκαλών Εθνικήν Συνέλευσιν τον Απρίλλιον μήνα, και έως της συγκροτήσεως αυτής
δεχόμενος σύστημα προσωρινής Κυβερνήσεως, θεμελιωμένον εν τοσούτω επάνω εις τας βάσεις των πράξεων της Επιδαύρου, του Αστρους και της Τροιζήνος.

- Δεν εδέχθην μολαταύτα το σύστημα τούτο, ειμή αφού έλαβα την γνώμην της Βουλής και των μεταξύ σας πλέον φωτισμένων από τα φώτα της πείρας. Ούτε βάλλω τούτο εις εκτέλεσιν χωρίς της συμπράξεως του ενός και του άλλου, και μάλιστα εκείνων, οίτινες δια των ψήφων των επαρχιών της Επικρατείας ανέβησαν ήδη εις τον έντιμον βαθμόν της πρώτης Αρχής, ή της αντιπροσωπίας του έθνους. - Κοινωνούντες μετ’
εμού θέλετε μεθέξει των αγώνων και του υπευθύνου μου· περί τούτων δε θέλει κρίνει η Εθνική Συνέλευσις.- Ολη ολόκληρος η ζωή μου, το δημόσιον στάδιον, το οποίον διέτρεξα πλέον των τριάκοντα χρόνων, η εύνοια, την οποίαν εντεύθεν α
πήλαυσα εις πολλούς της Ευρώπης τόπους, σας προμηνύουν, ότι ο μόνος σκοπός της αποφάσεώς μου ταύτης είναι, να καταταχθήτε τέλος υπό την Αιγίδα των Νόμων, και να διαφυλαχθήτε από τας ολεθρίους συνεπείας Κυβερνήσεως αυθαιρέτου.

Εν Αιγίνη, τη 20 Ιαν. 1828

Ο Κυβερνήτης, Ι.Α. Καποδίστριας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου