ΩΔΕΣ

ΟΙ  ΩΔΕΣ ΤΟΥ ΠΙΝΔΑΡΟΥ
 Κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος͵ κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα· σὺν θεῶν δέ νιν αἴσα Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ Δωριεὺς ἐλθὼν στρατός ἐκτίσσατο· τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες· οἷοι δ΄ ἀρετάν δελφῖνες ἐν πόντῳ͵ ταμίαι τε σοφοί Μουσᾶν ἀγωνίων τ΄ ἀέθλων.
Του Αιακού δοξαστό είναι τ' όνομα· δοξασμένη κι η καραβοξάκουστη Αίγινα· με των Θεών καλοτύχη δωριέας σαν ήρθε του Ύλλου και του Αιγιμίου λαός την κατοίκησε· και κυβερνιούνται υπακούοντας τους κανόνες μην πατώντας τη θεία τάξη και τα δίκια των ξένων κρατώντας.
Παραβγαίνουνε των δελφινιών στο πέλαγο και γνωστικά των Μουσών τα χαρίσματα και των αγώνων τ' αθλήματα αυτοί κυβερνούνε.
Το απόσπασμα αυτό, από την εισαγωγή του χαμένου 9ου Ισθμιόνικου, συνοψίζει πολύ καλά τα όσα αισθανόταν ο Πίνδαρος για την Αίγινα, που πολλοί την είπαν δεύτερη πατρίδα του.
 Ο Πίνδαρος, κατά τους περισσότερους ο μεγαλύτερος λυρικός ποιητής της αρχαιότητας, γεννήθηκε το 516 στις Κυνός Κεφαλές, μια κωμόπολη έξω από τη Θήβα, και πέθανε περί το 438. Οι ημερομηνίες αυτές προκύπτουν χωρίς απόλυτη βεβαιότητα από διάφορους συσχετισμούς που βρίσκουμε στα ποιήματά του και σε αρχαίες βιογραφίες του. Το πρώτο σωζόμενο έργο του χρονολογείται στα 498 και το τελευταίο στα 446, επομένως το κεντρικό γεγονός τηςπενηντάχρονης σταδιοδρομίας του ήταν αναμφίβολα οι Περσικοί πόλεμοι. Ο Πίνδαρος, αν πιστέψουμε μια πληροφορία που δίνει ο ίδιος σε μια ωδή του, κρατούσε από το παλιό γένος των Αιγεϊδών, ένας κλάδος του οποίου εγκαταστάθηκε στη Σπάρτη και από εκεί αποίκισαν τη Θήρα και μετά την Κυρήνη.
 Ο Πίνδαρος καλλιέργησε πολλά είδη της λυρικής ποίησης· οι αρχαίοι τα χώριζαν σε 17 βιβλία ανάλογα με το είδος. Αν και σώζονται πολλά αποσπάσματα από τα άλλα βιβλία (κυρίως παιάνες) το μόνο τμήμα του έργου του που σώθηκε σχεδόν ακέραιο είναι οι επινίκιες ωδές, τέσσερα βιβλία που περιλαμβάνουν συνολικά 45 ωδές.
Το είδος της επινίκιας ωδής γνώρισε εντυπωσιακή αλλά βραχύχρονη ακμή στην αρχαία Ελλάδα και ουσιαστικά ταυτίζεται με τρεις ποιητές: τον Σιμωνίδη, που πρώτος άρχισε να συνθέτει περίτεχνες ωδές προς τιμή νικητών σε αθλητικούς αγώνες, τον ανεψιό του τον Βακχυλίδη και τον Πίνδαρο. Οι τρεις τους κινήθηκαν στους ίδιους κύκλους και ύμνησαν τους ίδιους ανθρώπους. Το 440 το είδος της επινίκιας ωδής ήταν ήδη σχεδόν νεκρό.
Σε ολόκληρη την Ελλάδα γινόντουσαν τοπικοί αγώνες, αλλά το αποκορύφωμα ήταν οι τέσσερις πανελλήνιοι αγώνες, στην Ολυμπία, στους Δελφούς, τη Νεμέα και τον Ισθμό. Λέγονταν και στεφανίτες αγώνες επειδή οι νικητές έπαιρναν σαν έπαθλο στεφάνια από αγριελιά, δάφνη, πεύκο και σέλινο, αντίστοιχα. Οι Ολυμπιακοί αγώνες και τα Πύθια (στους Δελφούς) θεωρούνταν σπουδαιότεροι, και γίνονταν κάθε τέσσερα χρόνια, ενώ τα Νέμεα και τα Ίσθμια κάθε δύο. Έτσι, ας πούμε το 476 έγιναν  Ίσθμια τον Απρίλιο και Ολύμπια τον Αύγουστο, το 475 τα Νέμεα, το 474 τα Ίσθμια και τα Πύθια, το 473 τα Νέμεα και ούτω καθεξής το 472 και στη συνέχεια. Κάθε χρόνο δηλαδή γίνονταν ένας ή δύο αγώνες. Βέβαια, σε όλη την Ελλάδα γίνονταν και πολλοί άλλοι τοπικού χαρακτήρα αθλητικοί αγώνες όπου συμμετείχαν και νικούσαν και αιγινήτες. Στην ίδια την Αίγινα γίνονταν τα Ηραία, και άλλοι αγώνες στα Μέγαρα, στην Επίδαυρο κτλ. Όμως οι νίκες αυτές θεωρούνταν ελάσσονες και μόνο παρεμπιπτόντως αναφέρονται στις ωδές.
Φαίνεται πιθανό ότι οι επινίκιες ωδές τραγουδιούνταν από τον κώμο, μια ομάδα τραγουδιστών και χορευτών, με τη συνοδεία αυλού και λύρας. Η εκτέλεση της ωδής γινόταν συνήθως στον τόπο του νικητή, αν και ορισμένες φορές μπορεί και να έγινε στον τόπο των αγώνων.
Σε γενικές γραμμές, η επινίκια ωδή έχει σκοπό να επαινέσει και να απαθανατίσει τους νικητές και να επικαλεστεί κοινές κοινωνικές αξίες. Κάθε ωδή είναι ένα μίγμα από έπαινο, μυθολογικά στοιχεία και γνωμικά. Δεν υπάρχει ένα κοινό καλούπι, αλλά διακρίνονται κάποια επαναλαμβανόμενα στοιχεία. Η πινδαρική ωδή συχνά ξεκινάει με σύντομο ύμνο προς κάποιον θεό και στη συνέχεια αναφέρει τον νικητή, τον τόπο του και το αγώνισμα όπου νίκησε. Αφού επαινέσει τον νικητή, τους προγόνους του και την πόλη του, περνάει σε μυθολογικά θέματα (που ενδεχομένως έχουν σχέση με τον τόπο καταγωγής του τιμώμενου) και τελειώνει επιστρέφοντας στον νικητή, στον οποίο εύχεται ευτυχία και μακροημέρευση. Στο μυθολογικό τμήμα της ωδής, ο Πίνδαρος συνήθως διαλέγει ένα επεισόδιο από μια μεγαλύτερη ιστορία και το αναλύει σε εντυπωσιακή λεπτομέρεια. Η ωδή περιέχει επίσης προσευχές, γνωμικούς στίχους και αναφορές του ποιητή στον εαυτό του και στην τέχνη του· αυτά συνήθως χρησιμεύουν ως γέφυρες που τον βοηθούν να περάσει από το ένα θέμα στο άλλο.
Εντυπωσιακό πάντως είναι ότι στο σύνολο της ωδής μπορεί να είναι ελάχιστοι οι στίχοι που αναφέρονται ειδικά στον νικητή στον οποίο είναι αφιερωμένη. Άλλωστε, το αρχαιοελληνικό ήθος δεν θα ανεχόταν επισώρευση επαίνων σε έναν άνθρωπο, έστω και ολυμπιονίκη. Βέβαια, υπάρχει και το ανέκδοτο για τον Σκόπα, ο οποίος πλήρωσε μόνο τη μισή συμφωνημένη αμοιβή στον Βακχυλίδη για μια επινίκια ωδή, λέγοντας ότι η άλλη μισή μιλούσε μόνο για τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη!
Κι έτσι ερχόμαστε στο ζήτημα της αμοιβής. Οι επινίκιες ωδές πληρώνονταν αδρά, οπότε μόνο κάποιος πλούσιος μπορούσε να έχει την πολυτέλεια να αναθέσει τη σύνθεση επινικίου στο όνομά του. Έπειτα, η αντίληψη της εποχής ήταν πολύ διαφορετική από τη δική μας σε σχέση με τα πνευματικά δικαιώματα! Ούτε ο ποιητής, ούτε ο πελάτης του θα διανοούνταν ποτέ να προβάλουν απαίτηση αποκλειστικότητας στο ποίημα. Αντίθετα, όσο περισσότεροδιαδιδόταν το ποίημα, "από καράβι σε τρεχαντήρι" όπως λέει κάπου ο Πίνδαρος, τόσο πιο πλατιά γνωστή θα γινόταν στο πανελλήνιο η δόξα και του αθλητή και του ποιητή.
Ήδη από την αρχαιότητα οι επινίκιες ωδές του Πινδάρου διαιρέθηκαν σε τέσσερα βιβλία, ένα για κάθε πανελλήνιο αγώνα, ενώ μέσα σε κάθε βιβλίο η σειρά καθορίζεται από το αγώνισμα στο οποίο νίκησε ο τιμώμενος: προηγούνται τα ιππικά αγωνίσματα, που είχαν και το μεγαλύτερο γόητρο, ακολουθούν τα παλαιστικά και τελευταία έρχονται τα αγωνίσματα δρόμου. (Άλογα για τις αρματοδρομίες μπορούσαν να συντηρούν μόνο οι πλούσιοι -άλλωστε αν και δεν οδηγούσαν οι ίδιοι το άρμα, εκείνοι θεωρούνταν νικητές και γι' αυτούς γράφονταν οι ωδές). Έτσι, η παραδοσιακή σειρά των επινίκιων ωδών δεν έχει καμιά σχέση με τη χρονολογική σειρά που γράφτηκαν, η οποία άλλωστε δεν βεβαιώνεται πάντοτε με σιγουριά γιατί δεν έχουν σωθεί όλοι οι κατάλογοι με τους νικητές των αγώνων.
Οι αιγινητικές ωδές του Πινδάρου
 Η Αίγινα, στην οποία όπως και στη Βοιωτία, είχαν αναμιχθεί δωρικά στοιχεία με αιολικά, ήταν τότε ανταγωνιστής επικίνδυνος της Αθήνας και έτσι εξ αντικειμένου πολιτικά σύμμαχος με τη Θήβα του Πινδάρου. Η δύναμη βρισκόταν στα χέρια μιας αριστοκρατικής τάξης από πλούσια γένη, που αγαπούσαν και καλλιεργούσαν τον αθλητισμό. Αυτός ακριβώς ήταν ο κόσμος των πινδαρικών επινικίων. Ο Πίνδαρος συνδέθηκε πολύ στενά με την Αίγινα. Με την εκστρατεία του Ξέρξη, η Θήβα μήδισε και ο Πίνδαρος, που είχε σχέσεις με την φιλομηδική αριστοκρατία της πόλης του βρέθηκε εκτεθειμένος. Σ' εκείνη τη δύσκολη συγκυρία, οι ιδιαίτερες σχέσεις του με τους αιγινήτες, που ήταν από την πλευρά των νικητών, του φάνηκαν πολύ χρήσιμες.
 Η ειδική σχέση του Πινδάρου με την Αίγινα φαίνεται από τον αριθμό των ωδών του που είναι αφιερωμένες σε αιγινήτες. Πράγματι, στον πίνακα των πόλεων που τιμώνται από τις πινδαρικές ωδές, η Αίγινα καταλαμβάνει την πρώτη θέση με έντεκα αφιερωμένες σ' αυτήν ωδές, ενώ στη δεύτερη θέση ακολουθούν, πολύ μακριά, με πέντε ωδές αφιερωμένες, η Θήβα, γενέτειρα του ποιητή, και ο σικελικός Ακράγας. Αν βέβαια αθροίσουμε όλες τις πόλεις της Σικελίας, ο συνολικός αριθμός των ωδών τους (14) ξεπερνάει λίγο τις αιγινητικές, αλλά μια τέτοια σύγκριση των δύο νησιών θα ήταν εξώφθαλμα άδικη.
Οι αιγινητικές ωδές του Πινδάρου σε χρονολογική σειρά, μαζί με το όνομα του νικητή και το αγώνισμα έχουν ως εξής:
Ωδή
Χρονολογία
Νικητής
Αγώνισμα
Νέμ. 7
485
Σωγένης
Πένταθλο παίδων (;)
Νέμ. 5
485/483
Πυθέας
Παγκράτιο εφήβων
Ισθ. 6
484/480
Φυλακίδας
Παγκράτιο παίδων
Ισθ. 8
478
Κλέανδρος
Παγκράτιο (παίδων;)
Ισθ. 5
478/476
Φυλακίδας
Παγκράτιο
Νέμ. 3
475
Αριστοκλείδας
Παγκράτιο
Νέμ. 4
473
Τιμάσαρχος
Πάλη παίδων
Νέμ. 6
463
Αλκιμίδας
Πάλη παίδων
Ολυμπ. 8
460
Αλκιμέδων
Πάλη παίδων
Νέμ. 8
459
Δεινίας
Δίαυλος δρόμος
Πύθ. 8
446
Αριστομένης
Πάλη

Από τον κατάλογο των νικητών βλέπουμε ότι όλοι σχεδόν διακρίθηκαν στην πάλη και το παγκράτιο· υπάρχει ένας μόνο δρομέας ενώ απουσιάζουν εντελώς οι δαπανηρές αρματοδρομίες. Βλέπουμε ακόμα ότι οι περισσότερεςαιγινητικές ωδές είναι γραμμένες για νικητές στα Νέμεα και στα Ίσθμια (9 από 11) και δύο μόνο για τους πιο προβεβλημένους αγώνες, τα Ολύμπια και τα Πύθια. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν άλλοι αιγινήτες Ολυμπιονίκες και Πυθιονίκες εκείνη την εποχή (για παράδειγμα, ξέρουμε ότι στην Ολυμπιάδα του 476 νίκησε ο αιγινήτης Θεόγνητος στην πάλη των παίδων). Αλλά βέβαια ένα μικρό νησί δεν μπορούσε να έχει καλλιεργήσει τα ιππικά αγωνίσματα. Αντίθετα, οι επιδόσεις στα παλαιστικά αγωνίσματα είναι λαμπρές, κυρίως στις κατηγορίες παίδων και εφήβων.
 Βλέπουμε ακόμα πως για τον Φυλακίδα σώζονται δύο επινίκιες ωδές, μία για τη νίκη του στο παγκράτιο παίδων στα Ίσθμια και η άλλη 4 ή 8 χρόνια αργότερα για τη νίκη του στην ίδια διοργάνωση και στο ίδιο αγώνισμα αλλά στην κατηγορία των ανδρών. Μεγαλύτερος αδελφός του Φυλακίδα ήταν ο Πυθέας, Νεμεονίκης το 485 στο παγκράτιο στην κατηγορία των αγενείων (εφήβων). Πράγματι, η οικογένεια του Λάμπωνος, του πατέρα των δύο νικητών, ειδικευόταν στο παγκράτιο, ενώ ένα άλλο επιφανές αιγινήτικο γένος, οι Βασσίδες, είχαν κατακτήσει εικοσιπέντε στεφάνια στην πυγμαχία. Αυτή η ειδίκευση σε ένα αγώνισμα ήταν φαίνεται αρκετά συνηθισμένη -κάποτε τον αθλητή προπονούσε ένας μεγαλύτερος συγγενής, άλλοτε πάλι "επαγγελματίας" προπονητής, όπως ο Μελησίας, που συχνά αναφέρεται στις αιγινήτικες ωδές.
 Στις αιγινήτικες ωδές, το μυθολογικό μέρος είναι σχεδόν πάντοτε αφιερωμένο στους μύθους των Αιακιδών, δηλαδή του Αιακού, των παιδιών του (Πηλέας, Τελαμώνας, Φώκος) και των δικών τους απογόνων (Αχιλλέας, Νεοπτόλεμος, Αίας, Τεύκρος). Όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω, οι αιγινήτες θεωρούσαν δικούς τους τους Αιακίδες, έστω κι αν οι επόμενες γενιές δεν είχαν δράση στο νησί. Επίσης έντονη είναι η παρουσία του Ηρακλή, ο οποίος επίσης ετιμάτο στην Αίγινα.
 ΣΥΝΤΟΜΗ ΣΥΝΟΨΗ ΤΩΝ ΑΙΓΙΝΗΤΙΚΩΝ ΩΔΩΝ ΜΕ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ ΤΩΝ ΑΝΑΦΟΡΩΝ ΣΤΗΝ ΑΙΓΙΝΑ
 (Χρησιμοποίησα τη μετάφραση του Παναγή Λεκατσά· επειδή όμως η παράθεση σκόρπιων αποσπασμάτων αδικεί μια μετάφραση με τόσο ιδιότυπη γλώσσα, σε πολλά σημεία επέλεξα να ασεβήσω, αλλάζοντας μια-δυο λέξεις του Λεκατσά με πεζότερες. Οι πεζολογίες ας χρεωθούν λοιπόν στον γράφοντα.)
 7ος Νεμεόνικος
Η πρώτη αιγινητική ωδή του Πινδάρου είναι και μια από τις πιο δυσκολοερμήνευτες αλλά και πιο όμορφες επινίκιες. Προκαλεί μάλιστα έκπληξη ότι τόσο μεγάλη ωδή αφιερώθηκε σε νίκη ενός εφήβου, του αιγινήτη Σωγένη στο πένταθλο, στα Νέμεα το 485. Να πούμε όμως ότι η σύγχρονη έρευνα αμφιβάλλει αν υπήρχε κατηγορία παίδων στο πένταθλο -η μόνη ένδειξη έρχεται από τους σχολιαστές σ' αυτήν ακριβώς την ωδή- και δεν αποκλείεται οΣωγένης, αν και έφηβος, να νίκησε στην κατηγορία των ανδρών, οπότε δίκαια τού αφιερώνεται τόσο εκτενής έπαινος.
 Ο νικητής, μας λέει ο Πίνδαρος έρχεται από πόλη που αγαπάει το τραγούδι (φιλόμολπον) και που πολύ θερμά παινεύει κάποιον που έχει νικήσει σε αγώνες.
Οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν με την παράδοση που επίμονα μεταδίδουν οι αρχαίοι σχολιαστές, ότι δηλαδή στην ωδή αυτή ο Πίνδαρος προσπαθεί να συμφιλιωθεί με τους αιγινήτες, που είχαν ενοχληθεί επειδή σε προηγούμενο παιάνα του είχε προσβάλει τη μνήμη του Νεοπτόλεμου, λέγοντας ότι τον σκότωσε ο Απόλλων μέσα στους Δελφούς τιμωρώντας τον γιατί, παραβαίνοντας τα νόμιμα της ικεσίας, είχε σκοτώσει τον Πρίαμο που είχε καταφύγει στον βωμό του θεού. Και μπορεί για τον Πίνδαρο ο Νεοπτόλεμος να είχε πια γίνει Ηπειρώτης βασιλιάς, για τους Αιγινήτες όμως δεν έπαυε να είναι Αιακίδης. Όχι, διευκρινίζει τώρα ο Πίνδαρος, ο Νεοπτόλεμος πέθανε επειδή ήτανε γραφτό (τὸ μόρσιμον ἀπέδωκεν) να μείνει για πάντα μέσα στο δελφικό ιερό ένας απόγονος του Αιακού, να εποπτεύει (θεμισκόπος) στις ιερές πομπές. Κι αφού απολογηθεί για τη μακρηγορία, απευθύνεται στον Σωγένη, τον επαινεί και πάλι και του εύχεται να συνεχίσει ευτυχισμένος στη στράτα των προγόνων του, πολύ περισσότερο που έχει γείτονα τον Ηρακλή (το σπίτι του Σωγένη ήταν ανάμεσα σε δυο ναούς του Ηρακλή). Και στην κατακλείδα, ο ποιητής ξαναγυρίζει στις εναντίον του κατηγορίες: "Μα η δική μου η καρδιά ποτέ δε θα δεχτεί πως παράτροπα του Νεοπτόλεμου λόγια έχω σύρει. Αλλά να λέω τρεις και τέσσερις φορές τα ίδια και τα ίδια, ταιριάζει μόνο σ' όποιον μιλάει σε μικρά παιδιά."
 5ος Νεμεόνικος
Αφιερωμένο στον Πυθέα του Λάμπωνος που νίκησε στα Νέμεα το 485 ή το 483 στο παγκράτιο, στην κατηγορία των "αγενείων" (εφήβων θα λέγαμε σήμερα). Επινίκια ωδή για την ίδια νίκη του Πυθέα έχει γράψει και ο Βακχυλίδης. Ο Πίνδαρος έχει γράψει και άλλες δύο ωδές για νίκες του νεότερου αδελφού του Πυθέα, του Φυλακίδα, στα Ίσθμια, πάλι στο παγκράτιο που όπως φαίνεται αποτελούσε ειδικότητα της οικογένειας.
 Το ποίημα ξεκινάει με προσωπικό τόνο: "Δεν είμαι," λέει ο Πίνδαρος, "ανδριαντοποιός να φτιάχνω αγάλματα που στέκουν ακίνητα στη βάση τους· όμως, πάνω σε κάθε καράβι και σε κάθε τρεχαντήρι, γλυκό μου τραγούδι, ξεκίνα από την Αίγινα να διαδώσεις τα νέα, ότι ο Πυθέας, ο δυνατός γιος του Λάμπωνα, πήρε το στεφάνι του παγκρατίου στα Νέμεα." Οι αρχαίοι σχολιαστές του Πινδάρου μάς λένε ένα θελκτικό ανέκδοτο, ότι τάχα όταν οι συγγενείς του Πυθέα παρήγγειλαν την ωδή στον Πίνδαρο, αυτός τους ζήτησε τρεις χιλιάδες δραχμές για αμοιβή, κι εκείνοι του απάντησαν ότι με το ποσό αυτό μπορούν θαυμάσια να φτιάξουν άγαλμα στον νικητή. Δυστυχώς, οι σύγχρονοι μελετητές, με την ενοχλητική καμιά φορά επιμονή τους στα αποδειγμένα γεγονότα, δεν δέχονται για αληθινό το περιστατικό. Πάντως, αν αληθεύει, ο Λάμπων θα άλλαξε γνώμη· άλλωστε είχε τα οικονομικά μέσα όπως μαρτυρεί το γεγονός ότι για τους γιους του σώζονται τέσσερις (προφανώς αδρά πληρωμένες) επινίκιες ωδές -εύστοχη επένδυση στην υστεροφημία, αν σκεφτούμε ότι από τους ανδριάντες της Αίγινας δεν σώθηκε κανείς ενώ η ωδή του Πινδάρου χάρισε στον Πυθέα μια σίγουρη γωνιά στην αθανασία.
 Στη συνέχεια της ωδής επαινείται η Αίγινα για φιλόξενη (φίλαν ξένων ἄρουραν) και μετά περνάμε στο απαραίτητο μυθολογικό μέρος· εδώ ο ποιητής κάνει λόγο για τον Φώκο, τον τρίτο γιο του Αιακού, που όπως ξέρουμε τον σκότωσαν οι αδελφοί του ο Πηλέας και ο Τελαμώνας, και γι' αυτό αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το νησί. Ο ποιητής όμως προτιμάει να μην αναφερθεί ρητά στην κηλίδα αυτή, λέγοντας ότι "σταματάω εδώ, γιατί δεν βγαίνει κάθε αλήθεια κερδισμένη αν φανερωθεί ολόκληρη"· και προχωράει σε πιο ευχάριστα, στους γάμους του Πηλέα και της Θέτιδος. Επιστρέφοντας στον νικητή, ο Πίνδαρος μιλάει για τα κληρονομικά χαρίσματα, μια και ο θείος τουΠυθέα ήταν κι αυτός νεμεονίκης, και καταλήγει επαινώντας τον (αθηναίο) προπονητή του νικητή και τον παππού του που είχε κι αυτός νικήσει στα Επιδαύρια.
 6ος Ισθμιόνικος
Η πρώτη από τις δύο ωδές προς τιμή του Φυλακίδα, για τη νίκη του στο παγκράτιο παίδων στα Ίσθμια, το 484 ή το 480. Καθώς έχει προηγηθεί η νίκη του άλλου γιου του Λάμπωνος, του Πυθέα στα Νέμεα, ο ποιητής ξεκινάει παρομοιάζοντας την ωδή του με τη δεύτερη σπονδή που γίνεται στο συμπόσιο, ευχόμενος να υπάρξει και τρίτη νίκη, ολυμπιακή αυτή τη φορά.
 Οποιος, λέει ο Πίνδαρος, με τη δαπάνη και το μόχθο του, όπως ο Λάμπων, γνωρίζει τέτοια δόξα, έχει αγκυροβολήσει στα ακρότατα όρια της ευτυχίας (ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ΄ ἄγκυραν). Και συνεχίζει λέγοντας ότι έχει ολοφάνερο χρέος να ράνει με επαίνους τους χρυσάρματους Αιακίδες. Διαλέγει να αφηγηθεί ένα επεισόδιο από τη συνάντηση Τελαμώνα και Ηρακλή, όταν ο Ηρακλής ικέτεψε τον Δία να χαρίσει στον άτεκνο οικοδεσπότη του τον γιο που τόσο λαχταρούσε. Ο Δίας έστειλε έναν αετό, σημάδι ότι έγινε δεκτή η ικεσία, κι ο Ηρακλής (παρετυμολογώντας) είπε στον Τελαμώνα να ονομάσει Αίαντα τον γιο του. "Θα μου πάρει όμως πολύ να τα διηγηθώ όλα", κόβει την αφήγηση ο ποιητής, θυμούμενος ότι ο σκοπός του είναι να υμνήσει τον Φυλακίδα και την οικογένειά του, που με τις νίκες τους "ποτίζουν με δρόσος πανώριο των Χαρίτων" το γένος τους, τους Ψαλυχιάδες, σε τούτη τη θεοφιλήπόλη. Και κλείνει, προσφέροντάς τους να πιουν από το αγνόν ύδωρ της Δίρκης, μιας θηβαϊκής πηγής.
 8ος Ισθμιόνικος
Αφιερωμένη στον Κλέανδρο, νικητή στα Ίσθμια στο παγκράτιο. Στο ποίημα ο Κλέανδρος παρουσιάζεται νέος στην ηλικία, αλλά οι μελετητές δεν συμφωνούν αν νίκησε στην κατηγορία παίδων ή ανδρών. Πάντως, είναι βέβαιο ότι η ωδή γράφτηκε λίγο μετά τη μάχη των Πλαταιών.
Ο ποιητής αρχίζει καλώντας τα παλληκάρια να πάνε στο πρόθυρον του Τελέσαρχου, του πατέρα του νικητή, και να σηκώσουν τον ύμνο, την ένδοξη ανταμοιβή του μόχθου του Κλεάνδρου (λύτρον εύδοξον καμάτων) που νίκησε τώρα στα Ίσθμια και παλιότερα στα Νέμεα. Κι εγώ θα τραγουδήσω, λέει, κι ας είναι βαριά η καρδιά μου. Γιατί όλοι, λέει, νοιώθουμε λυτρωμένοι. Κάποιος θεός έδιωξε μακριά το τεράστιο λιθάρι του Ταντάλου που κρεμόταν πάνω απ' τα κεφάλια μας, τον αβάσταχτο μόχθο για την Ελλάδα (ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός͵ ἀτόλματον Ἑλλάδι μόχθον). Εδώ διαγράφονται καθαρά τα ανάκατα συναισθήματα του ποιητή, οδύνη για την πατρίδα του που μήδισε και ανακούφιση για τη σωτηρία της Ελλάδας. Όλα είναι γιατρευτά σαν υπάρχει ελευθερία, καταλήγει ο Πίνδαρος και περνάει στο μυθολογικό μέρος λέγοντας ότι κάποιος που ανατράφηκε στην επτάπυλη Θήβα είναι σωστό να προσφέρει τον πιο εκλεκτό καρπό των Χαρίτων στην Αίγινα, γιατί οι δυο τους αδελφές, κόρες του Ασωπού, και αρέσανε και οι δυο στον Δία, κι ο Δίας τη μια τους έβαλε αφέντρα τηςφιλάρματης πόλης (της Θήβας) πλάι στα όμορφα νερά της Δίρκης και την άλλη την πήρε στην Οινοπία (άλλο παλαιό όνομα της Αίγινας) και πλαγιάζοντας μαζί της γέννησε τον Αιακό. Προχωρώντας ο ποιητής αφηγείται τους γάμους του Πηλέα και της Θέτιδας και τα κατορθώματα του Αχιλλέα με τον οποίο παρομοιάζει τον πυγμάχο Νικοκλή, ξάδελφο του Κλέανδρου και ισθμιονίκη στον καιρό του, που φαίνεται ότι είχε βρει ένδοξο θάνατο στους περσικούς πολέμους. Κι έτσι επιστρέφει ο επίλογος στον νικητή και κλείνει η ωδή με άλλον έναν έπαινο.
 5ος Ισθμιόνικος
Η δεύτερη ωδή αφιερωμένη στον Φυλακίδα, τον γιο του Λάμπωνος, μικρότερο αδελφό του Πυθέα (βλ. Νέμ. 5). Ο Φυλακίδας είχε ήδη αναδειχθεί Ισθμιονίκης (βλ. Ίσθ. 6) στην κατηγορία των παίδων και τώρα νίκησε και στο παγκράτιο των ανδρών. Ξεκινάει με ύμνο προς τη Θεία (Μᾶτερ Ἀελίου πολυώνυμε Θεία) μια όχι πολύ γνωστή θεά που στη Θεογονία του Ησιόδου αναφέρεται ως μητέρα του Ηλίου, της Σελήνης και της Ηούς. Για χάρη της Θείας ελίσσονται ναυμαχώντας τα καράβια και νικούν οι αθλητές στους αγώνες. Και δυο πράγματα κάνουν ν' ανθίσει το γλυκό λουλούδι της ζωής: να ευτυχεί κανείς και να ακούει τον έπαινο (εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ.) "Μη κοιτάς να γενείς Δίας· όλα πια τά' χεις, αν τα δυο καλά τούτα στον κλήρο σου πέσουν. Θνητά δα των θνητών ταιριάζουν". Και για τον Φυλακίδα, διπλή νίκη στον Ισθμό και νίκη δική του και του Πυθέα στη Νεμέα, αυτά είναι τα καλά που του ταιριάζουν. Η καρδιά μου, λέει ο Πίνδαρος, δεν γεύεται ύμνους χωρίς να παινέσει τους Αιακίδες. Και με μια αναφορά στην "εύνομον πόλιν" της Αίγινας, η ωδή περνάει στο μυθολογικό μέρος όπου ο ποιητής ρωτάει: "Ποιοί σκότωσαν τον Κύκνο, τον Έκτορα, τον Μέμνονα με τα χάλκινα άρματα και τον Τήλεφο;" και αποκρίνεται:, "Είναι εκείνοι που χώρα τους λένε την Αίγινα, ξακουσμένο νησί" (διαπρεπέα νάσον). Αλλά από τα πολλά παινέματα που έχει για την Αίγινα, ο Πίνδαρος εδώ θα ξεχωρίσει την ανδρεία των αιγινητών στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, "στην πολύφονη μπόρα του Δία, όπου αμέτρητων πήγε το αίμα χαλάζι" (ἀναρίθμων ἀνδρῶν χαλαζάεντιφόνῳ). Αλλά απότομα ο ποιητής "βρέχει το καύχημα με σιωπή" γιατί "ο Δίας δίνει το ένα και το άλλο, ο Δίας των πάντων ο αφέντης". Κι αφού παινέσει τον νικητή και τον μεγαλύτερο αδελφό του που φαίνεται ότι τον προπονούσε ("έδινε ίσιο δρόμο στα χτυπήματά του"), κλείνει ο ποιητής τον "πτερόεντα ύμνον".
3ος Νεμεόνικος
Αφιερωμένος στον Αριστοκλείδα, νικητή στο παγκράτιο στα Νέμεα. Η ωδή ξεκινάει με επίκληση στη Μούσα, να έρθει στο δωρικό νησί, την Αίγινα με τους πολλούς ξένους επισκέπτες (πολυξέναν … Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν), όπου περιμένουν τα παλληκάρια να τραγουδήσουν, επειδή το κάθε μεν έργο διψά για τη δική του επιβράβευση, αλλά η νίκη στους αγώνες αγαπάει πιο πολύ το τραγούδι. Ο Αριστοκλείδας επαινείται ότι έφτασε στα όρια των ανθρώπινων δυνατοτήτων, με μια τολμηρή παρομοίωση με τον Ηρακλή που έφτασε ώς τις Ηράκλειες στήλες. Ύστερα ο ποιητής περνάει στο μυθολογικό κομμάτι, διηγούμενος τα κατορθώματα του Πηλέα και του νεαρού Αχιλλέα. Ξαναγυρίζει στον νικητή, που δόξασε την Αίγινα και έγινε μέλος των "Θεωρών" (των αντιπροσώπων που κάθε πόλη έστελνε στους Δελφούς) και τον αποχαιρετάει, λέγοντάς του "ετούτο σου στέλνω το μέλι με ασπρόγαλασμιγμένο" (τόδε τοι πέμπω μεμιγμένον μέλι λευκῷ σὺν γάλακτι) έστω κι αν είναι αργοπορημένο το τραγούδι του.
 4ος Νεμεόνικος
Αφιερωμένος στην νίκη του Τιμασάρχου στην πάλη των παίδων στα Νέμεα. Ο νικητής ανήκε στο γένος των Θεανδριδών, που καλλιεργούσαν όχι μόνο τα αγωνίσματα αλλά και το τραγούδι. Ούτε το ζεστό νερό δεν ηρεμεί τα κουρασμένα μέλη του αθλητή όσο ο έπαινος με τη συνοδεία λύρας, μας λέει ο ποιητής. Άλλωστε, ο λόγος αντέχει στο χρόνο περισσότερο από τα έργα (ῥῆμα δ΄ ἐργμάτων χρονιώτερον βιοτεύει) και μ' έναν τέτοιο λόγο επαινεί τονΤιμάσαρχο και την Αίγινα, "φάρο δικαιοσύνης που προστατεύει τους ξένους". Ο πατέρας του νικητή δεν ζει πια να  τραγουδήσει ο ίδιος τις νίκες του, μαθαίνουμε. Ακολουθεί μια γεωγραφική επισκόπηση όλων των τόπων όπου βασίλεψαν Αιακίδες, ακόμα και η Κύπρος (όπου ο Τεύκρος, γιος του Τελαμώνα και αδελφός του Αίαντα), αλλά ο ποιητής στρέφει το τιμόνι του σκάφους του πίσω γιατί δεν μπορεί να ανιστορήσει όλα τα κατορθώματα της γενιάς του Αιακού (ἄπορα γὰρ λόγον Αἰακοῦ παίδων τὸν ἅπαντά μοι διελθεῖν) και άλλωστε τώρα έχει έλθει κήρυκας των άθλων της γενιάς των Θεανδριδών. Κι έτσι η ωδή τελειώνει με τον έπαινο στον νικητή, τους συγγενείς του και στονΜελησία, τον προπονητή του (που θα τον ακούσουμε και σε άλλες ωδές).

6ος Νεμεόνικος
"Ἓν ἀνδρῶν͵ ἓν θεῶν γένος· ἐκ μιᾶς δὲ πνέομεν ματρὸς ἀμφότεροι" Των ανθρώπων η μια, των Θεών η άλλη φύτρα· απ' την ίδια τη μάνα την ανάσα κι οι δυο έχουμε. Ολότελα αλλιώτικη η δύναμη ωστόσο μας χωρίζει. Όμως, κι έτσι σε κάτι τους μοιάζουμε, στη μεγαλοσύνη του νου ή στη φύση μας. Έτσι αρχίζει η ωδή αυτή, η αφιερωμένη στον Αλκιμίδα, που ανήκε στο γένος των Βασσιδών. Η οικογένεια του νικητή, μας λέει το ποίημα, μοιάζει με τα χωράφια, που τη μια χρονιά δίνουν περίσσιο καρπό και την άλλη ξεκουράζονται για να μαζέψουν δυνάμεις. (Προφητικό θα έλεγε κανείς, μια και οι φυστικιές της Αίγινας κρατάνε και σήμερα το ίδιο συνήθειο!) Έτσι και ο πατέρας τουΑλκιμίδα ούτε καν αναφέρεται στο ποίημα, όμως ο παπούς του ο Πραξιδάμας ήταν ο πρώτος Αιγινήτης ολυμπιονίκης, και επιπλέον νίκησε πέντε φορές στα Ίσθμια και τρεις στα Νέμεα. Ο πατέρας του Πραξιδάμα δεν είχε διακριθεί, ο παππούς του όμως, ο Αγησίμαχος φαίνεται πως είχε. Κι ο ίδιος ο Αλκιμίδας τώρα, νικάει στην πάλη παίδων. Και τ' αδέλφια του έχουν στεφανωθεί σε αγώνες, και η οικογένειά του έχει πάρει τους περισσότερους στεφάνους στην πυγμαχία σ' όλη την Ελλάδα. Κι αφού θυμήσει ότι όταν πεθαίνουμε τα τραγούδια και οι εξιστορήσεις διατηρούν τα καλά μας έργα (παροιχομένων γὰρ ἀνέρων͵ ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ΄ ἐκόμισαν) και παινέψει λίγο ακόμα το γένος των Βασσιδών, ο Πίνδαρος γενικεύει τον έπαινο σ' όλους τους Αιακίδες, που η ανδρεία τους είναι γνωστή ώς τα πέρατα του κόσμου, ακόμα και στους Αιθίοπες, μια και τον βασιλιά τους Μέμνονα τον σκότωσε ο Αχιλλέας στην Τροία. Κι αφού ανακοινώσει την εικοστή πέμπτη νίκη του γένους των Βασσιδών σε 'στεφανίτες' αγώνες και παρηγορήσει τον νικητή επειδή μια άτυχη κλήρωση (κλάρος προπετής) του στέρησε τη νίκη και στην Ολυμπιάδα, ο Πίνδαρος κλείνει την ωδή μ' έναν σύντομο έπαινο στον προπονητή του νικητή, τον Μελησία (πάλι!).
 8ος Ολυμπιόνικος
Η μοναδική ωδή του Πινδάρου για αιγινήτη ολυμπιονίκη είναι αφιερωμένη στη νίκη του Αλκιμέδοντα στην πάλη παίδων, το 460. Ο Αλκιμέδων ανήκε στη μεγάλη γενιά των Βλεψιαδών που ανέβαζε την καταγωγή της στον Αιακό.
Μετά την εισαγωγή, ο ποιητής απευθύνεται στον Τιμοσθένη, τον αδελφό του Ολυμπιονίκη Αλκιμέδοντα, ο οποίος είχε κι αυτός νικήσει στα Νέμεα (αλλά δεν σώζεται σχετική επινίκια ωδή). Με τη νίκη του, λέει, ο Αλκιμέδωνδιακήρυξε πατρίδα του τη μακρόκουπη Αίγινα (δολιχήρετμον Αίγιναν), το μέρος εκείνο όπου λατρεύεται, πιο πολύ από πουθενά αλλού, η σώτειρα Θέμις πλάι στον Ξένιο Δία. Πράγματι, η Αίγινα, σαν μεγάλη εμπορική δύναμη, συγκέντρωνε αναρίθμητους ξένους για συναλλαγές και ήταν επόμενο να έχει τη φιλοξενία και τη συναλλακτική δικαιοσύνη για εμβληματικές αρετές της. Και αμέσως πιο κάτω, "ο ορισμός των αθάνατων θεών έστησε τη θαλασσόβρεχτη τούτη χώρα σα θεϊκή κολώνα των κάθε λογής ξένων" (τάνδ΄ ἁλιερκέα χώραν παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις κίονα δαιμονίαν), φανερώνοντας ίσως κάποιαν αγωνία για το αν αυτή η θέση της Αίγινας θα αντέξει (μην ξεχνάμε την έχθρα με την Αθήνα, που στα επόμενα χρόνια επρόκειτο να προκαλέσει τόσα δεινά στην Αίγινα). Συνεχίζοντας ο Πίνδαρος αναφέρεται και πάλι στους μύθους των Αιακιδών και ειδικότερα στον εξής: όταν ο Ποσειδών και ο Απόλλων έχτιζαν τα τείχη της Τροίας, κάλεσαν τον Αιακό να χτίσει και αυτός ένα κομμάτι τους, επειδή ήταν γραφτό η πόλη να κυριευτεί ακριβώς από εκείνο το κομμάτι των τειχών που είχε χτιστεί από θνητό. Και μετά ο Απόλλων προφήτεψε ότι η Τροία θα κυριευτεί από απόγονο του Αιακού (τον Νεοπτόλεμο). 
 Μετά ο Πίνδαρος εγκωμιάζει τον Μελησία, τον προπονητή του Αλκιμέδοντα· είναι ο πιο εκτεταμένος έπαινος προς προπονητή που σώζεται σε επινίκια ωδή του, αλλά δίκαια επειδή ο Μελησίας ήταν εξαιρετικός στο είδος του: ο ίδιος είχε νικήσει στα Νέμεα ως έφηβος και ως άνδρας, ενώ αθλητές που προπονούσε είχαν σημειώσει 30 νίκες στους τέσσερις μεγάλους αγώνες. Μαθαίνουμε μετά ότι ο Αλκιμέδων νίκησε τέσσερις αντιπάλους στην πάλη που τους ανάγκασε σε ντροπιασμένο γυρισμό στις πατρίδες τους και ότι η νίκη αυτή ήταν η έκτη της γενιάς των Βλεψιαδών σε στεφανίτες αγώνες. Η νίκη, λέει ο Πίνδαρος, θα χαροποιήσει τον νεκρό πατέρα του νικητή στον Άδη όταν την ακούσει. Και το ποίημα τελειώνει με προσευχή προς τον Δία να κρατάει τον νικητή και την πόλη του μακριά από κάθε κακό.
8ος Νεμεόνικος
Ωδή αφιερωμένη στον Δεινία, νικητή στον δίαυλο (διπλό στάδιο). Ξεκινάει με ύμνο προς την Ώρα (δηλ. την προσωποποίηση του νεανικού κάλλους), μηνύτρα των ερώτων της Αφροδίτης, που κάθεται πάνω στα ματόκλαδα παρθένων και αγοριών. Κι από τους έρωτες του Δία και της Αίγινας "ἔβλαστεν δ΄ υἱὸς Οἰνώνας βασιλεύς χειρὶ καὶ βουλαῖς ἄριστος." Συνεχίζοντας, παινεύει τον νικητή Δεινία, αλλά τα λόγια, μας λέει ο Πίνδαρος, είναι τροφή για τους φθονερούς κι ο φθόνος τους άξιους πιάνει (ὄψον δὲ λόγοι φθονεροῖσιν͵ ἅπτεται δ΄ ἐσλῶν ἀεί). Ο φθόνος άλλωστε οδήγησε και τον αιακίδη Αίαντα στο χαμό, με την άδικη κρίση για τα όπλα του Αχιλλέα. Ο ποιητής παρακαλεί τον Δία να τον φυλάξει από δόλο, κακά λόγια και κολακείες· αν άλλοι προσεύχονται για χρυσό ή για απέραντα χωράφια, ο ίδιος παρακαλεί να είναι αγαπητός στους συμπολίτες του μέχρι να τον σκεπάσει το χώμα, επαινώντας τα αξιοπαίνετα και ψέγοντας τα άδικα. Περνάει τώρα η ωδή στον Μέγη, τον μακαρίτη πατέρα του νικητή: δεν μπορώ να σε φέρω πίσω στη ζωή, λέει ο Πίνδαρος, μπορώ όμως να στήσω στην πατρίδα σου και στο γένος σου, τουςΧαριάδες, αναμνηστική στήλη που να παινεύει τις νίκες σας.
 8ος Πυθιόνικος
Είναι η τελευταία σωζόμενη ωδή του Πινδάρου, ίσως και η τελευταία που έγραψε στη ζωή του. Αφιερωμένη στη νίκη του αιγινήτη παλαιστή Αριστομένη στα Πύθια, γράφτηκε το 446 π.Χ. ενώ δηλαδή ο ποιητής είχε περάσει τα εβδομήντα.
 Σύμφωνα με τους μελετητές, η ωδή γράφεται σε μια εποχή όπου η παραδοσιακή αριστοκρατία είχε αρχίσει να ξαναπαίρνει δυνάμεις στην Αίγινα και να απειλεί τους δημοκρατικούς που είχαν την εξουσία. Σε ένα κλίμα όπου υπήρχε κίνδυνος στάσεως, ο Πίνδαρος ελπίζει ότι οι γιορτασμοί της νίκης του Αριστομένη (ενός αριστοκράτη) θα συναδέλφωναν τους Αιγινήτες. Έτσι, η ωδή αρχίζει με αποστροφή προς την "καλόγνωμη Ησυχία, την κόρη της Δικαιοσύνης, που κάνει τρανή μια πόλη" (Φιλόφρον Ἡσυχία͵ Δίκας ὦ μεγιστόπολι θύγατερ), καλώντας την να καλοδεχτεί την τιμή της πυθικής νίκης του Αριστομένη. Στη συνέχεια ο Πίνδαρος μας λέει ότι "έρχεται καιρός που κι η βία τον φαντασμένο ρίχνει κάτω" (βία δὲ καὶ μεγάλαυχον ἔσφαλεν ἐν χρόνῳ) και αναφέρεται στην τιμωρία του αλαζόνα Τυφωέα, αλλά οι μελετητές βλέπουν εδώ υπαινιγμό για την Αθήνα· πράγματι, τον προηγούμενο χρόνο (447) οι Αθηναίοι είχαν ηττηθεί από τους Θηβαίους στην Κορώνεια και αυτό ο Πίνδαρος το θεωρεί νέμεση και απελευθέρωση της Αίγινας.
Ο Πίνδαρος και πάλι αποκαλεί "δικαιόπολι" την Αίγινα, παινεύει τον νικητή που δεν ντρόπιασε τους δύο θείους του που είχαν κι αυτοί νικήσει στα Ολύμπια και στα Ίσθμια, αλλά κατ' εξαίρεση δεν αναφέρεται σε μύθο των Αιακιδών αλλά στον θηβαϊκό κύκλο. Στη συνέχεια, επαινεί πάλι τον Αριστομένη, ο οποίος όπως μαθαίνουμε είχε νικήσει και σε άλλους, λιγότερο σημαντικούς αγώνες, όπως στο Μαραθώνα, στα Μέγαρα και τρεις φορές στα αιγινήτικα Ηραία, και (όπως και στον 8ο Ολυμπιόνικο) μας λέει για τον ντροπιασμένο γυρισμό των τεσσάρων ηττημένων αντιπάλων του, που τώρα "θα παίρνουν ζαρωμένοι τους παράδρομους, αποφεύγοντας τα πειράγματα των εχθρών τους, με την καρδιά δαγκωμένη από τη συμφορά."
 Αλλά αμέσως μετά, σε έναν διάσημο υπέροχο στίχο, εντελώς ασυνήθιστον για επινίκια ωδή, ο ποιητής αναρωτιέται τι είναι ο άνθρωπος: ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ΄ οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος. "Εφήμεροι είμαστε· τι είναι τάχα ο άνθρωπος; και τι δεν είναι; όνειρο σκιάς". Μην ξεχνάμε ότι ο ποιητής ήταν κοντά στον θάνατο όταν τα έγραφε αυτά. Επειδή όμως δεν ταιριάζει να τελειώσει έτσι η ωδή, ο Πίνδαρος αλλάζει απότομα ύφος και κλείνει καλώντας τους θεούς και τους πατρογονικούς ήρωες να διατηρήσουν την ελευθερία της Αίγινας.
(Αρθρο του Νίκου Σαραντάκου από το http://www.hellinon.net/NeesSelides/Pindaros.htm)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου