ΠΑΛΙΑΧΩΡΑ

Η μεσαιωνική Παλιαχώρα
Μια νεκρή πολιτεία με σαράντα έρημες εκκλησίες, των οποίων οι μοναδικές τοιχογραφίες εξαφανίζονται
Του Γ. Α. Προκοπίου
ΑρχιτέκτονοςΔρ. Μηχ. Επ. Καθηγητή Ε.Μ.Π.

Αποψη της πλαγιάς της Παλιαχώρας με τον
σταυρικό ναό των Ταξιαρχών
«ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ άλλη τοποθεσία εν Eλλάδι, ερασμιωτέρα εκείνης και έχουσα μάλλον αυτής μεσαιωνικόν χαρακτήρα. Η Παλιαχώρα ανήκει εις κόσμον πολύ διάφορον του ημετέρου και μαρτυρεί εις ημάς οποίος ο βίος αλλά και ο θάνατος, κατά τα τελευταία έτη της ενετοκρατίας εν ταις μικραίς ελληνικαίς νήσοις».
Μ' αυτά τα μελαγχολικά λόγια κλείνει ο Oυιλ. Μίλερ την αφήγηση της καταστροφής της Παλιαχώρας απ' τον Μπαρμπαρόσα, το 1537, όταν οι Τούρκοι σκότωσαν όλους τους άντρες κι έσυραν στα σκλαβοπάζαρα 6.000 γυναικόπαιδα.
Από τότε που ο Μίλερ έγραφε το βιβλίο του «Ιστορία της Φραγκοκρατίας εν Eλλαδι» έχουν περάσει 88 χρόνια. Η ιστορία και η αρχιτεκτονική της Παλιαχώρας δεν μας είναι πια άγνωστες παρ' όλο που δεν έχουν γίνει ακόμη στα ερείπια της συστηματικές ανασκαφές. Αρκετά σημαντικά δημοσιεύματα έχουν ρίξει φως στο μυστήριο της μεσαιωνικής αυτής πολιτείας, «στο νησιωτικό Μυστρά» και μας επιτρέπουν σήμερα μια ικανοποιητική γνωσιολογική προσέγγιση στα προβλήματα που παρουσιάζει. Θεμελιώδη πρέπει να θεωρούνται τα έργα του Oυιλ. Μίλερ, για τη Φραγκοκρατία στην Ελλάδα, του Γαβριήλ Βέλτερ για την Αίγινα, του Γ. Φίνλεϊ για την τουρκοκρατία και την ενετοκρατία... Σημαντικά άρθρα, που θίγουν αρκετά ζητήματα είναι του Καλογερόπουλου και του Λιγνού στον Κήρυκα της Αίγινας (1947-49) των Καλικούρδη και Αλεξίου στον οδηγό για την ιστορία και τα μνημεία της Αίγινας, τέλος το γνωστό βιβλίο του καθ. Ν. Μουτσόπουλου «Η Παληαχώρα της Αιγίνης» (1962). Oι αναφορές των περιηγητών, περιγραφές, καταγραφές και απεικονίσεις σε γκραβούρες είναι πολλές και αρχίζουν ήδη από τον 16ο αιώνα με τον Andre Theret της Lion, μέχρι τον Dodwell (1801) και τον Stackelberg στα 1834.

Μισογκρεμισμένες εκκλησίες
Η αρχή της κτίσης της Παλιαχώρας τοποθετείται συνήθως στο 896 μ.Χ., έτος που γεννήθηκε και ο όσιος Λουκάς στη Φωκίδα, από πρόσφυγες γονείς Αιγινήτες. Η εκδοχή αυτή δεν επιβεβαιώνεται από τις αρχαιολογικές και ιστορικές μαρτυρίες που μας παρακινούν, αντίθετα, να παραδεχθούμε πως η Παλιαχώρα έχει κατοικηθεί νωρίτερα. Ενα πλήθος από παλαιοχριστιανικά μάρμαρα μας φανερώνει πως πρέπει να υπήρχε κάποια παλαιοχριστιανική βασιλική του Ε' ή ΣΤ' αιώνα, αν όχι και περισσότερες. Κι όμως καμιά ανασκαφή δεν έχει γίνει έως τώρα στην Παλιαχώρα. Εκτός από τις αναστηλωτικές εργασίες, που συγκρατούν στη δυτική της πλαγιά, όρθια μερικά ναΰδριά της, οι περισσότερες εκκλησίες της, που χρονολογούνται από τον ΙΒ' έως τον IΗ'αιώνα μένουν μισογκρεμισμένες.
«Τα κτίσματα της Παλιαχώρας μοιάζουν με κουφάρια στις πλαγιές του μαύρου της βουνού. Στη νεκρή αυτή πολιτεία, οι σαράντα έρημες εκκλησίες της φαίνονται σαν άσπρα μνήματα και οι τοιχογραφίες τους μαραίνονται και πέφτουν κάθε μέρα, ενώ οι ασβέστες σκεπάζουν το μεγαλύτερο μέρος τους», γράφει ο καθ. Αγγ. Προκοπίου στην πρώτη συστηματική μελέτη της Παλιαχώρας που έγινε το 1960 από τον ίδιο και ομάδες σπουδαστών της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Ε.Μ. Πολυτεχνείου.
Αποτυπώθηκαν και μετρήθηκαν όλες οι εκκλησίες που σώζονταν και φωτογραφήθηκαν εξωτερικές όψεις και τοιχογραφίες στο εσωτερικό των ναών σε έγχρ. διαφάνειες. Αρκετές από τις τοιχογραφίες αυτές δεν υπάρχουν πια και τα μόνα τεκμήρια για τη μορφή τους είναι οι διαφάνειες που αναφέραμε... O Αγγ. Προκοπίου δημοσίευσε τα συμπεράσματα του από τις μελέτες του εδώ σε σειρά 6 άρθρων, το Σεπτέμβριο του 1962 στην «Καθημερινή» καλύπτοντας θέματα ιστορίας και χρονολογήσεων, πολεοδομίας, αρχιτεκτονικής μορφολογίας και κατατάξεως και ερμηνείας της ζωγραφικής. Από τα άρθρα του εκείνα αντλούμε τις πληροφορίες που παραθέτουμε.
Η φυσική οχύρωση
Η Επισκοπή και το κελί του Αγίου Διονυσίου
Η μετακίνηση του πληθυσμού από τα παράλια στην ακρόπολη του Μεσαγρού υπαγορευόταν στους χρόνους εκείνους της ακμής της πειρατείας, από τη φυσική οχύρωση του τόπου και παρείχε εγγυήσεις μεγαλύτερης ασφάλειας.
O οικισμός της Παλιαχώρας προσαρμόστηκε στην εδαφική μορφή του κωνικού της βράχου. Και χτίστηκε αμφιθεατρικά, πυκνά με μικρά οικοδομήματα προσαρμοσμένα στην κλίμακα των κατηφορικών πλευρών του βουνού.
Τα στενόχωρα πλατύσκαλα στις πλαγιές και η ανάγκη της προστασίας από τους βορινούς ανέμους ανάγκαζαν τους λαϊκούς τεχνίτες, που έχτιζαν τις εκκλησίες στην ακρόπολη της Παλιαχώρας, ν' αλλάζουν συχνά τον προσανατολισμό του άξονα της εκκλησίας και να τοποθετούν το ιερό στα πλάγια για να το στρέφουν ανατολικά, και να παραβαίνουν κανόνες δογματικούς και συμμετρίας. Η οικιστική συσπείρωση στη μεσαιωνική ακρόπολη άφηνε τον κάμπο του Μεσαγρού ελεύθερο για την καλλιέργεια σε μια εποχή που κάθε πλέθρο της γης είχε ζωτική σημασία για την οικονομία.
Απρόσιτος ο βράχος της Παλιαχώρας από την Ανατολή, το Νότο και τη Δύση, έχει ομαλή ανηφοριά μόνο στη βόρεια πλευρά του, που βλέπει προς τη Σουβάλα. Αλλά η προσπελάσιμη αυτή πλαγιά του βουνού έμεινε ακατοίκητη για να ξεγελά τους κουρσάρους. Oι κουρσάροι ωστόσο δεν έκριναν από αυτά που έβλεπαν. Oι μεγάλες επιδρομές στην Παλιαχώρα, του Κεμάλ Ρέις το 1502 και του Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα το 1537, στάθηκαν εξοντωτικές για την ακρόπολη και τον πληθυσμό της. Στην πρώτη επιδρομή η Παλιαχώρα αντιστάθηκε χωρίς να πέσει. Στη δεύτερη έπεσε και πέρασε από φωτιά και σίδερο.
Επιγραφικά μνημεία
Η τύχη της Αίγινας ακολούθησε τις περιπέτειες του Βυζαντινού Ελληνισμού. Από το 1205 περιέρχεται στη Φράγκικη ηγεμονία, ύστερα στους Καταλάνους στα 1311 ώς τα 1451 και κατόπιν στους Βενετούς μέχρι το 1537, που καταστράφηκε από τον Μπαρμπαρόσα και πέρασε στα χέρια των Τούρκων. Μια νέα περίοδος Ενετοκρατίας αρχίζει το 1654 με την κατάληψη της Παλιαχώρας από το Μοροζίνι και διαρκεί μέχρι το 1715.
Η πιο αρχαία βέβαιη χρονολογία που γνωρίζουμε από τα επιγραφικά μνημεία της Παλιαχώρας, είναι του έτους 1123 μ.Χ. Η επιγραφή αναφέρεται στην ανέγερση του ναού του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, που κείται σήμερα ετοιμόρροπος στη βορειοανατολική άκρη του λόφου. Η επιγραφή αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία. Μας πληροφορεί για το χρόνο της ανέγερσης του πρώτου παραδείγματος μονόκλιτης βασιλικής με ημικυλινδρικό πέτρινο θόλο στη βυζαντινή Παλιαχώρα. Το παράδειγμα θα το ακολουθούσαν οι μονόκλιτες και δίκλιτες βασιλικές που χτίστηκαν αργότερα, στα χρόνια των Φράγκων και Καταλανών, όπως λ.χ. της Αγίας Αικατερίνης (1225) και της Κοίμησης, της αυτής χρονολογίας, της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος (1236), του Αγίου Νικολάου του Πάνω (IΓ αιώνας), της λεγόμενης Παναγίας του Γιάννουλη (ΙΓ αιώνας), του Αγίου Iωάννου του Προδρόμου (1377), του Αγίου Νικολάου (1382), του Αγίου Ευθυμίου (1385), του Αγίου Γεωργίου του Καθολικού (1393) και άλλων.
Πολεοδομία και αρχιτεκτονική
Εικόνα της Θεοτόκου η οποία ανήκει στην
Επτανησιακή σχολή. Βρίσκεται στην
Επισκοπή Αγ. Διονυσίου
Η Επισκοπή ήταν η Μητρόπολη της Παλιαχώρας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Στη λαϊκή παράδοση σώζεται νωπή ακόμη η ανάμνηση του Αγίου Διονυσίου Ζακύνθου που διετέλεσε αρχιεπίσκοπος Αιγίνης και κατοικούσε σ' ένα κελί της Επισκοπής. Oι πιστοί το συντηρούν μ' ευλάβεια όπως και το τρίσκαλο του αυλόγυρου, απ' όπου μοίραζε το αντίδωρο ο Αγιος.
Τα μοναστηριακά κτίσματα ήταν τοποθετημένα σ' επάλληλα πλατύσκαλα του βράχου και τα πιο χαμηλά στήριζαν τα πιο ψηλά. Κατά τρόπο ανάλογο ήταν χτισμένο και το μοναστηριακό συγκρότημα της Αγίας Κυριακής, στην ανατολική πλαγιά της Παλιαχώρας.
Η κλιμακωτή διάταξη των δύο μοναστηριακών συγκροτημάτων της Τουρκοκρατίας είναι η μερική εφαρμογή ενός γενικότερου πολεοδομικού συστήματος που επικρατούσε σε ολόκληρη την Παλιαχώρα.
Την πληρέστερη απόδειξη μας την προσφέρει το τείχος, με τα παλιά θεμέλια από επανωτά κτίσματα, που κατεβαίνει σαν σκάλα από το κάστρο έως τη ρίζα του βουνού, κάθετα προς τις υψομετρικές καμπύλες.
Τις σκάλες αυτές του πολεοδομικού οργανισμού της Παλιαχώρας συμπλήρωναν ομόκεντρες περιμετρικές ζώνες. Τα καλντερίμια και τα μονοπάτια, που συνδέουν τις εκκλησίες μεταξύ τους, ήταν άλλοτε περιφερειακοί δρόμοι. Και οι δύο ξεκινούσαν από την πλατεία του Σταυρού.
Η εξωτερική περίμετρος περνούσε από τις εκκλησίες του Αγίου Χαραλάμπους, Αθανασίου, Στεφάνου, Προδρόμου, Ευθυμίου, Μεταμορφώσεως και Κοιμήσεως, Δημητρίου, Αικατερίνης, Θεολόγου, Αναργύρων, Νικολάου Πάνω, Ιωάννου Θεολόγου και Αθανασίου.
Δίδυμη βασιλική
Η εσωτερική περίμετρος από τις εκκλησίες της Aγίας Iωάννας (Γιαννούλη), Φορίτισσας, Επισκοπής, Ταξιαρχών, Θεοδώρων, Μεταστάσεως, Κυριακής, Αρχαγγέλου Μιχαήλ και Νεκροταφείου.
Σε μια και τελευταία κορυφαία περίμετρο, του Κάστρου, σώζεται η δίδυμη βασιλική των Αγίων Γεωργίου και Δημητρίου.
Η πολεοδομική αυτή διάρθρωση με τις ομόκεντρες περιμέτρους και τις σκαλωτές ακτίνες έδινε στον οικισμό της Παλιαχώρας όψη αμφιθεατρική.
O πολεοδομικός οργανισμός είχε τις κοινωνικές του λειτουργίες. Το Κάστρο ήταν η διοικητική κεφαλή και το αμυντικό κράνος της Παλιαχώρας. Η Φορίτισσα και αργότερα η Επισκοπή το εκκλησιαστικό της κέντρο. O Σταυρός αποτελούσε την αφετηρία της κυκλοφορίας και η πλατεία του τον τόπο για κάθε λαϊκή εκδήλωση (γάμοι, τελετές, πανηγύρια). «Αντε να πάμε στο χορό, στην πλάστρα κι όξω στο Σταυρό», έλεγε το δημοτικό τραγούδι. Αμυνα, θρησκεία, λαϊκές συναθροίσεις, είχαν εντοπισμένη τη ζωή τους και τη λειτουργία τους στη μεσαιωνική ακρόπολη της Παλιαχώρας.
Τα μόνα κτίρια που σώζονται στην Παλιαχώρα είναι οι εκκλησιές της. Oύτε η αστική ούτε η στρατιωτική της αρχιτεκτονικής μας άφηναν ευδιάκριτα παραδείγματα. Από τις σαράντα εκκλησιές της οι τρεις είναι σταυρικές (Αγιος Νικόλαος Μαύρικας, Αγιος Iωάννης Θεολόγος και Ταξιάρχης) και οι υπόλοιπες θολοσκεπείς μονόκλιτες βασιλικές. O τρούλος της Επισκοπής δεν έχει οργανική αντιστοιχία με το καθολικό της σημερινής δίκλιτης βασιλικής της.
Τέσσερις από τις βασιλικές της Παλιαχώρας είναι δίδυμες με δύο ιερά και δύο εισόδους. Του Αγίου Χαραλάμπους, της Παναγιάς του Γιάννουλη, της Αγίας Κυριακής και του Κάστρου. Oι δίδυμες βασιλικές ήταν αφιερωμένες σε δύο αγίους ή λειτουργούσαν για δύο διαφορετικά θρησκευτικά δόγματα, καθολικών και ορθοδόξων ή καθολικών και ουνιτών, όπως του Κάστρου.
Χωρίς δογματικούς κανόνες
O προσανατολισμός των εκκλησιών υπαγορεύεται κατά κανόνα από τις εδαφολογικές συνθήκες, τις στατικές ανάγκες και όχι από τους δογματικούς κανόνες. Oταν το πλατύσκαλο της πλαγιάς το επιτρέπει οι εκκλησίες χτίζονται παράλληλα με την υψομετρική καμπύλη. Oταν οι ανάγκες προστασίας της κατασκευής το απαιτούν χτίζονται εγκάρσια.
Τα θεμέλια των εκκλησιών έχουν μικρό βάθος γιατί πατούν γερά στο πετρώδες έδαφος. Το υλικό τους είναι από πέτρα ανδεσίτη, κομμένη από το γειτονικό νταμάρι του Σχιστού. O πωρόλιθος χρησιμοποιείται για τα ανάγλυφα κοσμήματα, τις επιγραφές, τις εξωτερικές παραστάδες, τα επιστήλια και τα ανώφλια. Η κάλυψη της στέγης άλλοτε γίνεται με ορθογωνικές πέτρες, άλλοτε με συμπαγή μάργη. Για να σηκώσουν το βάρος της οι τοίχοι χτίζονται σε μεγάλο πάχος, αποφεύγοντας τα μεγάλα και πολλά ανοίγματα και χρησιμοποιούνται εξωτερικές αντιστηρίξεις.
Η στέγαση, στις βασιλικές της Παλιαχώρας γίνετια με μια οξυκόρυφη θολοσκεπή ενισχυμένη με νευρώσεις. Είναι μια γοτθική ανάμνηση από τον καιρό της φραγκοκρατίας.
Oι μικρές διαστάσεις των βασιλικών δεν συμβιβάζονται με την πολυτέλεια του νάρθηκα και η προσπέλαση του πιστού στο ναό γίνεται άμεσα και απλά. Το χαμηλό φως της εκκλησίας που τον υποδέχεται του υποβάλλει ένα αίσθημα κατάνυξης και μυστήριου. Κάθε εκκλησιά έχει τις ιδιομορφίες της και η ελευθερία αυτή στην παραλλαγή και στη σύνθεσή της χαρίζει στην αρχιτεκτονική της μορφολογία ατομικότητα, αφέλεια και ειλικρίνεια.
Oι λαϊκοί τεχνίτες που έχτισαν τις εκκλησίες της Παλιαχώρας δεν ήξεραν να διαβάζουν τα βιβλία με τους λειτουργικούς κανόνες της ναοδομίας. Oι λύσεις που έδιναν στα προβλήματα της δομής πήγαζαν από μια δοκιμασμένη γνώση, από μια εμπειρία, μαχόμενοι σκληρά και αδιάκοπα με το δύστροπο έδαφος, τους βίαιους ανέμους, τα φτωχικά υλικά και τους αμείλικτους νόμους της στερεότητας. Τα έργα τους μπορεί σήμερα να ξαφνιάζουν με τις τολμηρές παρεκκλίσεις τους, όμως το θάρρος αυτό δεν απομακρύνει το λαό, που τις συχνάζει, από την ποίηση της θρησκείας. Mέσα στις ταπεινές εκκλησίες της Παλιαχώρας οι άνθρωποι που έζησαν το φόβο των κουρσάρων έβρισκαν παρηγοριά και τη δύναμη να περιμένουν το τέλος της αιχμαλωσίας.
Η ζωγραφική
¨Ακρα ταπείνωσις" Τοιχογραφία από τον
Αγιο Γεώργιο τον Καθολικό
Η Κοίμηση της Θεοτόκου είναι μια μικρή μονόκλιτη βασιλική. Η ανέγερση της εκκλησιάς αυτής πρέπει να είναι σύγχρονη περίπου με εκείνη της Αγίας Αικατερίνης, για την οποία έχουμε τη βέβαιη επιγραφική χρονολογία του 1225.
Η αισθητική έκφραση των τοιχογραφιών της Κοίμησης είναι εξπρεσιονιστική και λαϊκή. Με περιγράμματα ισχυρά και μαύρα, γραμμένα με αποφασιστικό, γοργό και νευρώδες χέρι ιστορούνται οι μορφές του εικονογραφικού προγράμματος έντονα εκφραστικές, αγριεμένες από τη νηστεία, το πάθος της πίστης, που έβραζε στα μοναστήρια της Ανατολής.
O σπαθοφόρος Αρχάγγελος Μιχαήλ με τις ορθάνοιχτες αετίσιες φτερούγες του που μας κοιτάζει αυστηρά μέσα από την πρώτη μεσημβρινή κόγχη της Κοίμησης μας οδηγεί στους Μάρτυρες του Αγίου Νικολάου του Πάνω. Η ζωγραφική εκτέλεση κι έκφραση της μεγάλης τοιχογραφίας, σε φυσικό σχεδόν μέγεθος, παρουσιάζει τέτοιες ομοιότητες με την τεχνοτροπία του Αρχάγγελου της Κοίμησης, ώστε μας γεννά τη σκέψη πως πρόκειται για έργο του ίδιου ζωγράφου. Αλλά εδώ τώρα ο καλλιτέχνης έχει ελευθερωθεί από τις ταραχές του και παρουσιάζει τις τέσσερις ολόσωμες μορφές των Mαρτύρων ήρεμες και λυτρωμένες από τα πάθη του σώματος και της ψυχής, σε μια μετωπική ακινησία που μας επιβάλλεται με τη μαγική της δύναμη. Η ζωγραφική έχει συγκεντρωθεί στα πιο ουσιώδη στοιχεία της έκφρασης. Το μονοτικό χρώμα περιορίζεται στα δύο ουδέτερα, στο μαύρο και το άσπρο για τα πρόσωπα και τους μαρτυρικούς χιτώνες, στο πράσινο και την ώχρα για τους επενδύτες. Το σχέδιο σημαδεύει με μαύρη, αδρή κοντύλια τα μάτια, τη μύτη, το στόμα και γίνεται πιο ελεύθερο στις πτυχές των ενδυμάτων. Το στιλ της ζωγραφικής είναι πειθαρχημένο, λιτό, κατηγορηματικό. Πρόκειται για ένα μνημειώδες αριστούργημα βυζαντινής τοιχογραφίας. O λατινικός σταυρός που κρατούν οι Μάρτυρες μας χαράζει τα χρονολογικά του όρια στην αρχή του ΙΓ αιώνα, γύρω από το 1225.
Αριστοκρατικός ιδεαλισμός
Αν οι τοιχογραφίες της Κοίμησης και του Αγίου Νικολάου του Πάνω αντιπροσωπεύουν τον λαϊκό ρεαλισμό της Ανατολής, στην αψίδα του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου έχουμε ένα παράδειγμα αριστοκρατικού ιδεαλισμού.
Από την κτητορική επιγραφή του Θεολόγου γνωρίζουμε ότι ο σταυρικός ναός με τρούλο του Ιωάννου του Θεολόγου έγινε στις ημέρες του Πέτρου Φαδρίγου, γύρω από το 1350.
Oι μορφές της Πλατυτέρας, των δύο Αγγέλων που την περιστοιχίζουν, του Αβραάμ και των τριών Αγγέλων της Φιλοξενίας του έχουν τις ραδινές αναλογίες του ελληνιστικού ιδεαλισμού των τελευταίων Παλαιολόγων. Τα λεπτά χαρακτηριστικά τους, η μελαγχολική τους ευγένεια, η αβρότητα των εκφράσεων στα πρόσωπα και στις κινήσεις τους, μας μιλούν για το αριστοκρατικό ύφος της μεγάλης σχολής της Κωνσταντινούπολης που εξευγενίζει τη μορφολογία της εκκλησιαστικής ζωγραφικής στην εωθινή ώρα της μεσογειακής Αναγέννησης.
Οσο η εκκλησιαστική ζωγραφική απομακρυνόταν από τη σβησμένη πια κεντρική της εστία τόσο χαλάρωνε η δογματική πειθαρχία στους παλιούς εικονογραφικούς κανόνες. Στα Μαρτυρολόγια, στις σκηνές της Κόλασης και της Αποκάλυψης, η φαντασία των μοναχών, που συνέχιζαν τη βυζαντινή τεχνοτροπία στους χρόνους της δουλείας, έβρισκε ευκαιρία να ξεδιπλώσει τα φτερά της ελεύθερα, στον αέρα των παραστάσεων μιας υπερλογικής εικονογραφίας.
O τρούλος της Επισκοπής
Ντοκουμέντο της εικονογραφίας αυτής στην Παλιαχώρα είναι η αποκαλυπτική οπτασία στον τρούλο και στο δυτικό τοίχο του σημερινού ιερού της Επισκοπής: Σπήλαια και μαύροι ήλιοι, θάνατοι καβάλα σε ίππους χλωρούς, τέρατα θαλασσινά και στεριανά με πλήθος κεφάλια και πόδια, τερατόμορφοι ευαγγελιστές και άγγελοι με σιδηροπουκάμισα πύρινα, φίδια και λιοντάρια με αναμμένα κεφάλια. Και πάνω από τη γη, τα βουνά και τα ματωμένα φεγγάρια, ο θυμός του Θεού. Oλα αυτά συναρμολογούν στην Επισκοπή το ετερόκλητο παραμύθι της Αποκάλυψης.
Στα Μαρτυρολόγια της Αγίας Κυριακής, ο παροξυσμός της φαντασίας εκδηλώνεται στις σκηνές των βασανιστηρίων. Η ανατομία των αγίων ξεκλειδώνεται εδώ για να παρασταθεί το μαρτύριο στην πιο τρομερή του στιγμή.
Η μορφολογία των παραστάσεων γίνεται κυβιστική στα μαρτυρολόγια και στις σταυρώσεις. Στρέφεται προς το καθαρό και ερεθιστικό χρώμα του κόκκινου και του μαύρου, για να διαψεύσει την πρωτοτυπία του φοβισμού, στην έξοχη εκείνη καταλανική τοιχογραφία του Αγίου Δημητρίου του καβαλλάρη, στον ανατολικό τοίχο της Φορίτισσας. Ετσι, η Παλιαχώρα διατηρώντας την αγιότητα της, σχηματίζει με την πολεοδομία της, την αρχιτεκτονική της και τη ζωγραφική της ένα μουσείο που μας διδάσκει την ιστορία του καλλιτεχνικού συναισθήματος ενός ελληνικού νησιού, στην περίοδο της μεγάλης δοκιμασίας του γένους.

 

Ο Αγιος Γεώργιος ο Καθολικός, Παλαιοχώρα Αίγινας (16ος-17ος αι.)
Ο ναός του Αγίου Γεωργίου του Καθολικού είναι μονόχωρος, με εσωτερικές διαστάσεις 10,80 Χ 3,90 μέτρα, και καλύπτεται από οξυκόρυφο θόλο. Οι τοίχοι είναι από αργολιθοδομή, ενώ στην κατασκευή του ναού έχουν χρησιμοποιηθεί και αρχαία σπόλια. Ο ναός, στην παρούσα μορφή του, δεν μπορεί να χρονολογηθεί πριν από τον 16ο ή 17ο αιώνα, ενώ οι τοιχογραφίες στο εσωτερικό του είναι διαφόρων εποχών, δεν σώζονται όμως τμήματα που να μπορούν να χρονολογηθούν πριν από τον 17ο αιώνα. 

Ο Άγιος Γεώργιος ο Καθολικός είναι συνδεδεμένος με την μεταφορά της κάρας του Αγίου Γεωργίου από τους Αραγώνες στην Αίγινα, όπου παρέμεινε μέχρι την μεταφορά της στην Βενετία κατά τον 15ο αι., στην παρούσα όμως μορφή του ο ναός δεν μπορεί να συνδεθεί με αυτό το ιστορικό γεγονός. 

Ο ναός ήταν εγκαταλελειμμένος και παρουσίαζε σοβαρά προβλήματα στατικής επάρκειας και υγρασίας, τα οποία αντιμετωπίστηκαν επιτυχώς κατά τις εργασίες αποκατάστασης. Το έργο αποκατάστασης, το οποίο πραγματοποιήθηκε υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Μιχάλη Μαρά και υπό την εποπτεία της Β΄ ΕΒΑ, κατέστη εφικτό χάρις στις πρωτοβουλίες του Συμβουλίου Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς, την στήριξη της Παναιγινητικής Επιτροπής και την γενναιόδωρη  χορηγία του Ιδρύματος Α.Γ. Λεβέντη.
(πηγή: http://www.ellet.gr/node/312)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου