ΚΟΛΩΝΑ

Η σημασία της Αίγινας και της Κολώνας στην αιγαιακή πραγματικότητα της 2ης χιλιετίας π. Χ.

Η ιστορία της ανθρώπινης παρουσίας στο ακρωτήριο της Κολώνας είναι ιδιαίτερα μακριά,  εκτείνεται από τη νεολιθική εποχή έως τα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια. Ειδικά η 3η  και 2η χιλιετία π.Χ. αποτελούν περιόδους άνθησης κατά τη διάρκεια των οποίων η κατοίκηση της Κολώνας είναι συνεχής. 
Κατά το δεύτερο μισό της τρίτης χιλιετίας π.Χ. και συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια του ενός αιώνα ζωής της Πόλης ΙΙΙ (2400-2300), ένα σημαντικό και σαφώς μνημειακού χαρακτήρα αρχιτεκτονικό οικοδόμημα κάνει την εμφάνιση του στο λόφο της Κολώνας. Πρόκειται για την επονομαζόμενη "Λευκή Οικία", η οποία ξεχωρίζει ανάμεσα στα υπόλοιπα οικοδομήματα όχι μόνο λόγω των διαστάσεων της αλλά και εξαιτίας της προσεκτικής και λειτουργικής αρχιτεκτονικής της σύλληψης. Το οικοδόμημα είναι κατασκευασμένο από πλιθιά επάνω σε λίθινη κρηπίδα (βάση) και έχει ισόγειο και όροφο, στον οποίο οδηγούν οι σκάλες που βρίσκονται στους μακριούς πλευρικούς "διαδρόμους" του ισογείου. Το γεγονός πως οι τοίχοι του οικοδομήματος είχαν επιστρωθεί με κονίαμα και κατόπιν, ανάλογα με συνήθειες που ακόμη επιβιώνουν στον Ελλαδικό χώρο, είχαν βαφτεί λευκοί, δικαιολογεί και την επωνυμία του. Το κυρίως δωμάτιο του ισογείου είναι εξοπλισμένο με μια κεντρική εστία, η παρουσία της οποίας υποδεικνύει πως πιθανόν ο χώρος αυτός να χρησιμοποιείτο για πολυάνθρωπες συγκεντρώσεις. Τα δυο δωμάτια του ορόφου χωρίζονται από έναν ενδιάμεσο φωταγωγό, ενώ περιβάλλονται από όλες τις πλευρές από στεγασμένες βεράντες και εξώστες. Τα κινητά ευρήματα από την ανασκαφή της "Λευκής Οικίας", κυρίως χρηστική κεραμική, αποθηκευτικοί πίθοι, υφαντικά βάρη, μυλόλιθοι και λίθινα γουδιά για το άλεσμα των δημητριακών υποδεικνύουν την απλή, καθημερινή χρήση του κτίσματος και την ενασχόληση των διαμενόντων σε αυτή με αγροτικές εργασίες. Είναι εξάλλου πιθανό οι ανοιχτοί χώροι του ορόφου να χρησιμοποιούντο για το στέγνωμα και την αποξήρανση προϊόντων όπως μαλλιού, δερμάτων ζώων, φρούτων, αλλά και κρέατος. Ο εκλεπτυσμένος αρχιτεκτονικός σχεδιασμός, που καθιστά τη "Λευκή Οικία" ταυτόχρονα δημόσιο χώρο (βλ. μεγάλο δωμάτιο ισογείου με κεντρική εστία), αλλά και ιδιωτικό, με εξασφαλισμένη την άνετη και ευχάριστη διαμονή των ενοίκων της, υποδεικνύει σύμφωνα με αρκετούς μελετητές την κατασκευή και χρήση της από μια ομάδα ανθρώπων/οικογένεια υψηλής κοινωνικής διαστρωμάτωσης με σαφώς σημαντικό ρόλο στον έλεγχο της ευρύτερης περιοχής.
Με την ανακάλυψη της "Λευκής Οικίας", η Αίγινα εντάσσεται δυναμικά στην πρωτοπορία των ευρύτερων πολιτιστικών, οικονομικών, αλλά και κοινωνικών εξελίξεων του Ελλαδικού ηπειρωτικού χώρου των μέσων της τρίτης χιλιετίας π.Χ. Συγκεκριμένα, από αυτή την περίοδο, η αρχαιολογική σκαπάνη έχει φέρει στο φως σε μια σειρά θέσεων από τη Βοιωτία έως τη Μεσσηνία οικοδομήματα του ιδίου αρχιτεκτονικού τύπου με αυτόν της Aιγινήτικης "Λευκής Οικίας". Με αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα αυτό της "Οικίας των Κεράμων" στη Λέρνα της Αργολίδας, τα οικοδομήματα αυτού του τύπου είναι σαφώς συνδεδεμένα με μια νέα, περισσότερο συγκεντρωτική μορφή διακυβέρνησης των πρώτο-αστικών κοινωνιών που αναπτύσσονται τώρα στον Ελλαδικό χώρο, ο οποίος αναζωογονείται σημαντικά από τις αυξημένες επαφές με τους πλουσίους και ανεπτυγμένους πολιτισμούς των παραλιών της Ανατολίας.
Δυστυχώς, μετά περίπου το 2300 π.Χ., βίαιες καταστροφές πλήττουν αυτούς τους πρωτοαστικούς πυρήνες ζώνης. Τόσο η "Λευκή Οικία", όσο και τα άλλα οικοδομήματα αυτού του τύπου στις διάφορες θέσεις της ηπειρωτικής Ελλάδας θα έχουν βίαιο τέλος και θα εγκαταλειφθούν.
Για περίπου μισή χιλιετία (2300/2200-1700/1600), τα αρχαιολογικά ευρήματα συνθέτουν για την ηπειρωτική Ελλάδα μια εικόνα οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής, και πολιτισμικής οπισθοδρόμησης. Συμφωνά με τον Dickinson, "η ζωή δεν ήταν τίποτα περισσότερο από αγώνας επιβίωσης και οι ρυθμοί της ανάπτυξης εξαιρετικά αργοί". Μικρές, αυτάρκεις, αλλά και απομονωμένες τόσο μεταξύ τους όσο και σε σχέση με τον ευρύτερο Αιγαιακό χώρο είναι οι κοινότητες, οι οποίες την περίοδο αυτή αντικαθιστούν τους οργανωμένους, οχυρωμένους, και κοινωνικά συνθέτους οικισμούς των μέσων της τρίτης χιλιετίας π.Χ. Σχεδόν μοναδική εξαίρεση σ' αυτή τη γενική εικόνα του οικονομικού και πολιτισμικού αποκλεισμού και της κατάρρευσης συνθετότερων κοινωνικών δομών και οργάνωσης αποτελεί η Κολώνα. Η οργανωμένη ζωή του οικισμού συνεχίζεται με δυναμικούς ρυθμούς, εκδήλους κατά πρώτον στην ρυμοτομική και αρχιτεκτονική του εξέλιξη. Οι οικίες της Πόλης V (2200-2050), οργανώνονται σε οικοδομικά τετράγωνα και προστατεύονται από τείχος με αμυντικούς πύργους. Οι αυξημένες ανάγκες για άμυνα και προστασία του οικισμού κατά τη διάρκεια της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. (Πόλη VI-IX) αντιμετωπίζονται δυναμικά με συνεχή έργα ενίσχυσης και βελτίωσης του αμυντικού τείχους του. Ο σχεδιασμός, η εκτέλεση, αλλά και η συντήρηση και συνεχής βελτίωση ενός τόσο μνημειακού όσο και ευφυούς αμυντικού συστήματος είναι αναμφισβήτητα απόρροια συλλογικής προσπάθειας των Αιγινητών της εποχής στα πλαίσια μιας κοινωνίας οργανωμένης, που τελεί υπό την καθοδήγηση μιας δυναμικής όσο και σοφής κεντρικής εξουσίας. Αία ιδιαιτερα σημαντική φάση στην ανάπτυξη του οικισμού είναι αυτή της Πόλης ΙΧ, που τοποθετείται χρονολογικά από το 1800-1650. Πλέον ο χώρος ο διαθέσιμος για κατοίκηση μέσα στα όρια του υπάρχοντος οικισμού δεν είναι αρκετός και έτσι ο οικισμός επεκτείνεται προς τα ανατολικά, με την προσθήκη ενός οχυρωμένου, νέου προαστίου. Είναι εξαιρετική τύχη το γεγονός πως η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως τον τάφο ενός από τους εξέχοντες πολίτες του οικισμού της φάσης αυτής, για τον οποίο θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως θα ήταν επιφορτισμένος με την προστασία του. Το γεγονός ότι ο νεκρός είχε ταφεί με εξαιρετικές τιμές είναι εμφανές τόσο από τα κτερίσματα που τον συνόδευαν όσο και από την ιδία τη θέση του τάφου. Αυτός ο υπέργειος, λακκοειδής και λιθόκτιστος τάφος ήταν άμεσα ορατός σε όλους όσους εισέρχονταν στην πόλη. Ήταν κτισμένος στην πρόσοψη του οχυρωματικού τείχους του νεοϊδρυθέντος προαστίου, και ακριβώς διπλά στην ΝΑ πύλη εισόδου, σαν άλλος φύλακας της. Μάλιστα μετά την τελετή της ταφής, το μνημείο καλύφθηκε με χωμάτινο τύμβο, ύψους τουλάχιστον 2 μέτρων και μέγιστης διαμέτρου 7 μέτρων. Ο νεκρός συνοδευόταν από πλούσια κτερίσματα, κάποια από τα οποία ανήκαν σαφώς στην χάλκινη πολεμική του εξάρτηση: ένα ξίφος με λεπίδα μήκους 79, 2 εκατοστών, ένα εγχειρίδιο, την αιχμή ενός δόρατος, δυο μαχαίρια, ένα ξυράφι, ένα κράνος επενδεδυμένο από χαυλιόδοντες κάπρου, ένα χρυσό διάδημα κεφαλής και μερικά πήλινα αγγεία. Από την εξέταση του σκελετού γνωρίζουμε πως αυτός ο Αιγινήτης άνδρας πέθανε σε ηλικία 22-26 ετών. Με ύψος περίπου 1,73, ήταν ιδιαιτερα ψηλός για τα δεδομένα της εποχής και αρκετά γεροδεμένος. Παρόλο που μας διαφεύγει η αιτία του θανάτου του, έφερε επουλωμένα τραύματα ιδιαιτερα στο δεξί του χέρι με το οποίο πιθανότατα χειριζόταν το ξίφος. Εξίσου σημαντικά με τα κτερίσματα από μέταλλο είναι και τα πήλινα αγγεία από τον τάφο του νεαρού πολεμιστή, ακριβώς για τις πληροφορίες που μας δίνουν αναφορικά με τις επαφές της Αίγινας με το χώρο του Αιγαίου. Εκτός από αυτά της ντόπιας κατασκευής (κάνθαρος αμαυρόχρωμης τεχνικής, Αυτός ο κεραμικός ρυθμός ήταν ο προτιμητέος από τους ντόπιους), η ανασκαφή του τάφου έφερε στο φως και εισηγμένα Κυκλαδικά (Μηλιακά) αλλά και Κρητικά αγγεία (αμφορέας καμαραϊκού ρυθμού, δηλαδή προϊόν Κρητικής ανακτορικής παραγωγής). Συγκεκριμένα, η σχέση της Κολώνας με την Κρήτη της εποχής των πρώτων ανακτόρων φαίνεται να είναι ιδιαιτερα στενή. Είναι πιθανό ότι Κρήτες αγγειοπλάστες είχαν οργανώσει στην Κολώνα ένα εργαστήριο του οποίου τα προϊόντα μιμούντο τα σύγχρονα Κρητικά, τα οποία παράγονταν από τα ανακτορικά εργαστήρια.
Εκτός Από τις εισαγωγές, η Κολώνα αυτή την εποχή αποτελεί πιθανότατα την καρδιά ενός εκτεταμένου δικτυού εμπορίας και εξαγωγής Αιγινητικων προϊόντων: κεραμικής και ίσως ανδεσιτη. Πολλοί ειδικοί έχουν προτείνει την Αίγινα σαν το κέντρο παραγωγής μιας ιδιαιτερα αναγνωρίσιμης κατηγορίας κεραμικής, ο πηλός της οποίας περιλαμβάνει χαρακτηριστικές χρυσοχρωμες ορυκτές προσμίξεις (χρυσοχρωμη μικα), πιθανόν βιοτίτη (ορυκτό, συνηθισμένο συστατικό εκρηξιγενών πετρωμάτων). Τα αγγεία τα οποία εξάγονταν ήταν κατά κύριο λόγω χρηστικά, μαγειρικά, και αποθηκευτικά διακοσμημένα  είτε με ερυθρή στίλβωση είτε με την χαρακτηριστική αμαυροχρωμη τεχνική. Είναι γεγονός ότι τα εργαστήρια τα επιφορτισμένα με αυτή την παραγωγή δεν έχουν εντοπιστεί. Θα πρέπει όμως να βρίσκονταν κοντά στην Κολώνα, καθώς είναι γνωστό πως στην ευρύτερη περιοχή της υπήρχαν αποθέματα πηλού, τα οποία όμως σήμερα έχουν εξαντληθεί. Η εξαγωγή του Αιγινητικου ανδεσιτη, είτε ακατέργαστου είτε με τη μορφή τριβείων και μυλόλιθων, είναι μια καινούργια πρόταση των ειδικών, η οποία χρήζει περαιτέρω και συστηματικής ερευνάς. Ο ανδεσιτης, ευρύτερα γνωστός και ως μαυροπετρα, είναι ηφαιστειακό πέτρωμα, γι' αυτό και εντοπίζεται στο κεντρικό και νότιο τμήμα του νησιού, το οποίο αποτελείται από ηφαιστειογενή πετρώματα (πρόκειται για λάβες από δραστηριότητα ηφαιστείου της ζώνης των Κυκλάδων κατά τη διάρκεια του Καινοζωικού αιώνα, του τελευταίου γεωλογικού αιώνα τον οποίο ακόμα διανύουμε και ο οποίος έχει ήδη διάρκεια 55-65 εκατομμυρίων χρονών). Πολύ αργότερα από την δεύτερη χιλιετία π.Χ., ο ανδεσιτης είχε σημαντικό ρόλο στην παραδοσιακή οικονομία του νησιού: είναι γνωστό πως εξαγόταν στην Κρήτη ως δομικό υλικό για την κατασκευή φρουρίων, και χρησιμοποιείτο για μύλους και άλλες μηχανές.
Η ιδία η εικονιστική τέχνη της περιόδου αποτελεί μια ακόμα μαρτυρία της έντονης ναυτικής δράσης των Αιγινητών κατά τη διάρκεια της Πόλης ΙΧ, 1800-1650 π.Χ. Μεγάλης χωρητικότητας αποθηκευτικοί πίθοι, που βρεθήκαν στην Κολώνα, είναι διακοσμημένοι με ιδιαιτερα ενδιαφέρουσες παραστάσεις: επιμήκη επανδρωμένα πλοία, των οποίων το πλήρωμα κάποιες φορές εμφανίζεται οπλισμένο. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως με ένα τέτοιο στόλο, οι Αιγινήτες ταξίδευαν το Αιγαίο, μεταφέροντας τα εμπορεύματα τους κατά μήκος των ανατολικών ακτών της Στερεάς, της Αττικής και της Πελοποννήσου, απ' οπού κατόπιν προωθούνταν προς τις αγορές της ενδοχώρας. Ο οπλισμός που φέρει το πλήρωμα στο όστρακο του συγκεκριμένου αποθηκευτικού πίθου έχει προβληματίσει τους ειδικούς μήπως αποτελεί ένδειξη και πειρατικής δράσης του Αιγινητικου στόλου. Αυτή η πιθανότητα σίγουρα δεν μπορεί να αποκλειστεί. Απόν άλλη πλευρά όμως θα ήταν και φυσιολογικό τα πληρώματα αυτών των εμπορικών πλοίων να ήταν κατάλληλα προετοιμασμένα για να απωθήσουν την οποιαδήποτε πειρατική απειλή που θα έθετε σε κίνδυνο τόσο το φορτίο τους όσο και την ιδία τους τη ζωή.
Το τέλος της Πόλης ΙΧ συμπίπτει με το τέλος της Μεσοελλαδικης περιόδου για την ηπειρωτική Ελλάδα, μιας περιόδου ύφεσης και αργών ρυθμών ανάπτυξης, αλλά και οικονομικών, κοινωνικών, και πολιτισμικών ζυμώσεων για τις οποίες η αρχαιολογία δεν έχει ακόμα μια ξεκάθαρη εικόνα. Η νέα εποχή, η Υστεροελλαδική-Μυκηναϊκή, ξεκινά γύρω στα 1650 με 1600 π.Χ. και εγκαινιάζεται με ένα εντυπωσιακό εύρημα: τους λακκοειδεις τάφους των μελών της δυναστείας των Μυκηνών.  Είναι μοιρασμένοι σε δυο νεκροταφεία και περιβάλλονται από κυκλικά περιφράγματα, τον Ταφικό Κύκλο Α και τον Ταφικό Κύκλο Β. Ο πρώτος αποκαλύφθηκε και ανασκάφηκε το 1876 από τον Ερρίκο Σλημαν και ο δεύτερος το 1952 από Έλληνες Αρχαιολόγους. Καμιά αρχαιολογική ανακάλυψη μέχρι σήμερα, δεν μπορεί να συγκριθεί ως προς τον πλούτο των κτερισμάτων με τους λακκοειδεις τάφους των Μυκηνών. Μάλιστα, για πολλά χρονιά μετά την ανακάλυψη τους, οι τάφοι αυτοί αποτελούσαν ένα αίνιγμα για την ελληνική αρχαιολογία: η απλότητα και σχεδόν απόλυτη φτώχεια των ελάχιστων τάφων της προηγουμένης, Μεσοελλαδικης περιόδου καθιστούσαν το εύρημα των λακκοειδων τάφων των Μυκηνών ανεξήγητο, χωρίς κανένα προηγούμενο στην Στερεά Ελλάδα και Πελοπόννησο. Η ανακάλυψη όμως της αδιατάρακτης ταφής του νεαρού Αιγινήτη πολεμιστή ήταν για την επιστήμη της αρχαιολογίας μια έκπληξη τόσο ευχάριστη όσο και αυτή της ανακάλυψης των τάφων της πρώτης Μυκηναϊκής δυναστείας. Η σύνδεση μεταξύ τους είναι άρρηκτη, καθώς η ταφή στην Κολώνα αποτελεί αναμφισβήτητα προδρομική μορφή των τάφων των Μυκηνών διασφαλίζοντας έτσι την ύπαρξη συνεχείας στα ταφικά έθιμα της ηπειρωτικής Ελλάδας στο πέρασμα από τη Μεσοελλαδικη στην Υστεροελλαδική εποχή. Όπως ο Αιγινήτης πολέμαρχος πριν από αυτούς, οι άρχοντες των Μυκηνών έχουν αποτεθεί σε λιθόκτιστους, λακκοειδεις τάφους, συνοδευμένοι από όπλα, πολύτιμα κοσμήματα, και πήλινα αγγεία, τόσο εγχωρίας κατασκευής όσο και εισηγμένα Κρητικά.
Μιλώντας για τον τάφο της Κολώνας και τους λακκοειδεις τάφους των Μυκηνών, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στο λεγόμενο "Θησαυρό της Αίγινας", μια πλούσια συλλογή από κοσμήματα και αλλά αντικείμενα, προϊόν λαθρανασκαφης, που φυγαδεύτηκε από το νησί και πουλήθηκε το 1892 για 4000 λίρες στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου. Η ερευνά που ακολούθησε κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα αντικείμενα του Θησαυρού αποκαλύφθηκαν από ιδιώτες κατά τη διάρκεια της παράνομης σύλληψης ενός από τους μυκηναϊκούς θαλαμοειδείς τάφους που βρίσκονται στο Λόφο των Ανεμομύλων, ανατολικά της Κολώνας. Τα αντικείμενα του Θησαυρού χρονολογούνται στα 1700-1500 π.Χ. Αυτό σημαίνει ότι είναι πρωιμοτερα, αρχαιότερα του τάφου στον οποίο βρεθήκαν και στον οποίο ουσιαστικά δεν ανήκουν. Θα πρέπει να είχαν αρχικά εναποτεθεί σε τάφους στην περιοχή της Κολώνας, από τους οποίους αργότερα αλλά πάντα κατά τη διάρκεια της αρχαιότητας αφαιρεθήκαν, για να καταλήξουν εκεί που τελικά εντοπιστήκαν. Υπάρχουν εμφανείς αναλογίες ανάμεσα στα κτερίσματα των ταφων των Μυκηνών και των αντικειμένων του Θησαυρού. Ακόμα και η ιδία τους η τέχνη χαρακτηρίζεται και στις δυο περιπτώσεις από επιδράσεις Ελλαδικές και Κρητικές, αλλά και Αιγυπτιακές και Ανατολικές. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να υποθέσει πως τα αντικείμενα αυτά προηλθαν από τάφους ανάλογους με αυτούς των Μυκηνών, δηλαδή από τάφους των μελών της ηγετικής τάξης του νησιού των αρχών της Μυκηναϊκής περιόδου.
Μέσα από τις ήδη υπάρχουσες αρχαιολογικές μαρτυρίες, η Αίγινα αναδεικνύεται σαν ένας τόπος εξαιρετικής σημασίας στην Αιγαιακή πραγματικότητα του πρώτου μισού της δεύτερης χιλιετίας π.Χ.: από τους πρωταγωνιστές των εξελίξεων, αποτελεί το συνδετικό κρίκο ανάμεσα σε δυο γεωγραφικές και πολιτισμικές σφαίρες: την Ηπειρωτική Ελλάδα, και τα νησιά, ιδιαιτερα την Κρήτη. Τα ερωτήματα όμως παραμένουν ακόμα πολλά και ουσιαστικά: υπήρχαν άλλοι οικισμοί εκτός της Κολώνας και πόσοι; Ποιοι από αυτούς λόγω θέσης είχαν δυνατότητα εκμετάλλευσης του φυσικού πλούτου του νησιού (αποθέματα πηλού, λατομεία ανδεσιτη); ποια ήταν η οικονομική και διοικητική τους σχέση με την Κολώνα; Μονό μια μελλοντική συστηματική αρχαιολογική έρευνα όλου του νησιού θα μπορούσε να δώσει απαντήσεις για το θαυμάσιο αυτό αίνιγμα που είναι η Αίγινα της 2ης χιλιετίας π.Χ.       
(πηγή: Άρθρο της αρχαιολόγου Ελένης Δρακάκη που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΑΙΓΙΝΗΤΙΚΑ ΝΕΑ το 2005) 

Κολώνα (Αίγινα)
Η πιο σημαντική ανασκαφική έρευνα της Αρχαιολογικής Εταιρείας στην Αίγινα διενεργήθηκε το 1894 υπό την διεύθυνση του Β. Στάη και διήρκεσε από τις 24/6 έως τις 8/9. Ο Β. Στάης ανέσκαψε κυρίως στο δυτικό μέρος της πόλεως της Αίγινας, όπου ο «καλούμενος ναός της Αφροδίτης». Ερεύνησε με δοκιμαστικές τομές τους γήλοφους που σχηματίζονταν από τις επιχώσεις γύρω από το ναό και ήταν κατά 7μ. υψηλότεροι από τη βραχώδη επιφάνεια του εδάφους. Μετά τη ρωμαική επίχωση αναφέρει ότι βρήκε λείψανα οικοδομημάτων της Μυκηναικής Εποχής. Διενήργησε τομή στη δυτική και τη νότια πλευρά του ναού, αλλά κυρίως ερεύνησε το χώρο στα ανατολικά του σε έκταση περίπου 100τ.μ. και βάθος σε μερικά σημεία έως 7μ..
Βρήκε: 1) οικοδόμημα (πιθανώς εκκλησία) βυζαντινών χρόνων. 2) κάτω από το κτήριο αυτό εντοπίσθηκε στρώμα (δάπεδο πάχους 0.10) που περιέτρεχε κυκλικά το ναό σε αρκετή απόσταση η οποία όμως δεν αποκαλύφθηκε εντελώς. Το στρώμα αυτό ήταν σύγχρονο με την ανοικοδόμηση του ναού και πρέπει να χρησίμευσε ως δάπεδο του περιβόλου του. 3) Κάτω από τη στερεά μάζα του διασώθηκε η παλαιότερη επίχωση που τοποθετείται σε χρόνους παλαιότερους από τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. Βρέθηκε α) πλινθόκτιστο οικοδόμημα του 7ου αιώνα π.Χ., αποτελούμενο από τρεις χώρους. Στην επίχωσή του βρέθηκαν πολλά πρωτοκορινθιακά όστρακα. Οι τοίχοι του διασώθηκαν σε ύψος περίπου ενός μέτρου. ΄Ηταν κατασκευασμένοι από πολυγωνικούς λίθους και επάνω τους ωμές πλίνθους. β) κτιστός, τετράγωνος βόθρος (αποθέτης) σε απόσταση τεσσάρων μέτρων από την άκρη του κρηπιδώματος του ναού. Περιείχε πολλά όστρακα τέφρα, και αναθήματα. Μεταξύ των αναθημάτων αξιολογότερα είναι δύο πήλινοι δίσκοι με γεωμετρικά κοσμήματα, ένας ανάγλυφος πίνακας και σκαραβαίοι. Τα περισσότερα λείψανα των αγγείων ήταν γεωμετρικά, πρωτοκορινθιακά ή μελανόμορφα (παλαιότερα από τα τέλη του 6ου αι. π.Χ.). Συνεπώς προέρχονται από ναό αρχαιότερο από τον σωζόμενο. γ) Τμήμα μεγάλου κτηρίου της Μυκηναικής Εποχής, αποτελούμενο από πολλά παράλληλα, ορθογώνια δωμάτια που συγκοινωνούσαν μεταξύ τους με μικρές σχετικά πυραμιδοειδείς θυρίδες. Οι τοίχοι ήταν κτισμένοι από μικρούς λίθους και έφεραν πηλό στους αρμούς, λεπτό επίχρισμα στους τοίχους και πλακόστρωτο δάπεδο, από πολυγωνικές πλάκες. Στην επίχωση βρέθηκαν πολλά σπασμένα αγγεία της Μυκηναικής Εποχής. Κάτω από το πλακόστρωτο δάπεδο των δωματίων βρέθηκαν αβαθείς επιμήκεις ή κυκλικοί τάφοι. Υπήρχαν και τάφοι κτιστοί κυκλικοί στο δάπεδο των δωματίων. Στους τοίχους του οικοδομήματος αποκαλύφθηκαν επιμήκη ανοίγματα (μήκους: 0,20) που πιθανόν και αυτά χρησίμευαν ως τάφοι. Μέσα σε τρεις τάφους, που σκεπάζονταν από πλάκες, βρέθηκαν οστά ενηλίκων με κτερίσματα, αποτελούμενα από αγγεία της Μυκηναικής Εποχής.
Ο Β. Στάης την ίδια χρονιά ερεύνησε στο νησί και τάφους τους οποίους χαρακτηρίζει ως «παραδοξοτάτους τάφους της Αίγινας» . Αναφέρει όμως ότι «απεκόμισε λίγα ευρήματα εξαιτίας της σύλησής τους». Σε ασύλητο τάφο βρήκε δύο αγγεία και χάλκινο κάτοπτρο4. Αναφέρει επίσης ότι μετέβη στο υπό του Παυσανίου μνημονευόμενο ιερό της Αφαίας, που βρίσκεται «εις τας υπωρείας του Όρους»5. Δίνει σύντομη περιγραφή του ιερού και αναφέρει ότι σώζεται μόνο ο περίβολος που είναι κτισμένος από πολυγωνικούς ογκολίθους στη δυτική του πλευρά και ορθογώνιους στη νότια, όπου και η είσοδος. Αναφέρει ότι από το σηκό του ναού δε σώζεται σχεδόν τίποτα διότι επάνω του είναι κτισμένη χριστιανική εκκλησία6 . Η ανασκαφή του διήρκεσε οκτώ ημέρες και διενεργήθηκε μέσα στον περίβολο , χωρίς να βρεθεί κάποιο αξιόλογο εύρημα, εκτός από δύο επιγραφές, οι οποίες όμως ήταν γνωστές και ήδη δημοσιευμένες7 . Μικρή ανασκαφή διενήργησε και στο ναό της «Αθηνάς»8. Απεκάλυψε τμήμα του ανατολικού τείχους του περιβόλου, όπου βρέθηκαν κομμάτια αγαλμάτων και «νησιωτικός λίθος» Ο Β. Στάης διέγνωσε την σπουδαιότητα των αρχαίων της Αίγινας και αναφέρει «συνιστώμεν δε θερμώς και ενταύθα τη αρχαιολογική Εταιρεία ή ταις ξέναις παρ’ημίν αρχαιολογικαίς Σχολαίς την ανάληψιν ανασκαφών, αίτινες θα προσκομίσωσι πάντως κέρδη τη επιστήμη ». Ξένες αρχαιολογικές σχολές ανέλαβαν τελικά την ανασκαφή των σημαντικότερων ιερών της Αίγινας. Το 1901 οι Ad. Furtwangler, H. Thiersch και E. Fiechter διενήργησαν ανασκαφή στην Αφαία και δημοσίευσαν τα πορίσματά τους στο έργο Aigina. Das Heiligtum der Αphaia. Από το 1964 έως το 1981 η Γερμανική σχολή υπό την διεύθυνση του D. Ohly επανέλαβε την ανασκαφή στην Αφαία. Ανασκαφή στην Κολώνα διενήργησε από το 1965 ο H. Walter και από το 1992 η Αυστριακή αρχαιολογική σχολή συνεχίζει την έρευνα με επικεφαλής τους F. Felten και St. Hiller.
Ελένη Παπασταύρου