Γεωμορφολογία, μυθολογική παράδοση και η πρώτη κατοίκηση κατά τους νεολιθικούς χρόνους

Πήλινο πρόπλασμα - αναπαράσταση χυτηρίου
χαλκού από την περιοχή της Κολώνας, 4ος οικισμός
 (2300 - 2200 π.Χ. - Μουσείο Αίγινας).
Η ΘΕΣΗ της Αίγινας στη μέση του Σαρωνικού Κόλπου, ώστε να είναι ορατή απ' όλες τις πλευρές, αλλά και να ελέγχει τις θαλάσσιες οδούς, σε μια περιοχή κατοικημένη και δραστήρια ήδη από τις πρώτες φάσεις του ανθρωπίνου βίου, είναι εξαιρετικά πλεονεκτική για την καλλιέργεια πολιτιστικών και εμπορικών σχέσεων, αλλά και να δεχθεί και να αναπτύξει στα όρια της πολιτισμό. Oι ακτές που την περιβάλλουν και απέχουν περί τα δεκαέξι μίλια η καθεμία είναι από την Ανατολική πλευρά μέχρι ΒΑ η Αττική, από τη Βόρεια έως ΒΔ οι ακτές της Μεγαρίδος και της ΒΑ Κορινθίας, από τη Δυτική μέχρι ΝΔ η Επιδαυρία και η Τροιζηνία.
Προς την πλευρά αυτή ο δρόμος από και προς την Πελοπόννησο συντομεύεται από το Αγκίστρι και τη Μονή. Η αιχμηρή νότια πλευρά του νησιού αγναντεύει το ανοιχτό πέλαγος, από όπου η θαλάσσια οδός προς τον Αργολικό Κόλπο, τις Κυκλάδες, τις δυτικές πελοποννησιακές ακτές, τα Kύθηρα και την Kρήτη.
Η Αίγινα έχει τη μορφή ισοσκελούς τριγώνου. Η έκταση της καλύπτει 82,63 τετραγωνικά χιλιόμετρα, με ανάπτυγμα ακτών 56,5 τ.χμ. Η μορφή της είναι αποτέλεσμα των τελευταίων τεκτονικών διαταραχών του καινοζωικού αιώνος. Από την Αττική χωρίσθηκε από την πλειοκαινική θάλασσα, ενώ οι βαθιές διαρρήξεις της, καθώς και της απέναντι πελοποννησιακής ακτής δημιούργησαν το ηφαίστειο της, καθώς και των Μεθάνων. Oι δυο μεγάλες εκρήξεις του ηφαιστείου της Αίγινας, που σημειώθηκαν μέσα στα όρια του πλειόκαινου συνετέλεσαν στη διαμόρφωση των πετρωμάτων και των ακτών της.

Καταφύγιο ναυαγών
Στην ηφαιστειακή δραστηριότητα της δευτέρας περιόδου οφείλονται οι πλούσιες σε σκουρόχρωμο ανδεσίτη (κεροστιλβικός αυγιτικός υπερσθενικός ανδεσίτης) και σε ηφαιστειακά λατυποπαγή εκτάσεις της νοτιοανατολικής, νότιας και νοτιοδυτικής πλευράς του νησιού. Η βόρεια και βορειοδυτική πλευρά καλύπτονται από παχύτατα στρώματα ψαμμιτομαργαϊκού ασβεστόλιθου, του γνωστού αιγινητικού πωρόλιθου χωρίς ή με απολιθώματα (κογχυλιάτης).
Τα υψώματα της κεντρικής περιοχής και η νοτιότατη ακτή καλύπτονται από κεροστιλβικό δακιτοειδή της πρώτης ηφαιστειακής περιόδου. Σε ελάχιστα σημεία των ΒΑ περιοχών διακρίνονται τα παλαιότερα στρώματα ασβεστόλιθων με ενστρώ-σεις κερατολίθων, ενώ σε τρία σημεία κοντά στη Σουβάλα είναι ορατοί ασβεστολιθικοί - ψαμμιτικοί σχιστόλιθοι. Στη δυτική πλευρά και στην Αγ. Μαρίνα, στις κοίτες των ρεμάτων απαντώνται αλλουβιακές και διβουλιακές προσχώσεις, ενώ στη βορεινή σειρά λιμναίες υφάλμυρες και θαλάσσιες μάργες. Oι πηγές και θερμοπηγές ήταν γνωστές από παμπάλαιους χρόνους. Oι βασικές διαμορφώσεις του εδάφους έχουν πραγματοποιηθεί πριν από την εμφάνιση του ανθρωπίνου γένους.
Παρόλο ότι οι ακτές ήταν απότομες, ιδίως στη βόρεια πλευρά, και περιβάλλονταν από υφάλους και σκοπέλους, το ήπιο κλίμα και η άφθονη πρώτη ύλη για την κατασκευή λίθινων εργαλείων και απλών μορφών κατοικήσεων και η θέση του νησιού επιτρέπει να δεχθούμε ότι από πολύ πρώιμους χρόνους άνθρωποι μπορούσαν να ζήσουν επάνω σ' αυτό. Και τούτο γιατί προσφέρεται σαν καταφύγιο ναυαγών, όταν οι άνεμοι σαρώνουν τα πελάγη αλλά και για προσωρινές και μόνιμες κατοικίες των παλαιολιθικών και νεολιθικών ανθρώπων, που πριν από τριάντα χιλιάδες χρόνια ήταν ήδη εγκατεστημένοι στις ακτές του Αργολικού Κόλπου με πλησιέστερο σημείο επαφής προς την Αίγινα την Επίδαυρο, το σπήλαιο Φράγχθι στην Κοιλάδα της Αργολίδος και στη συνέχεια το σπήλαιο Κεφαλάρι (Λέρνα), τη Ναυπλία, τα Δενδρά της Αργολίδος και περιοχές της Iσθμίας.
Μέχρι σήμερα όμως δεν έχουν εντοπισθεί αρχαιολογικά στοιχεία κατοικήσεως στην Αίγινα πριν από τα μέσα της τέταρτης π.Χ. χιλιετίας.
Η μυθολογική παράδοση θεωρεί πρώτη κάτοικο του νησιού, που έφερε το όνομα Oινώνη ή Οινοπία, τη νύμφη Αίγινα, κόρη του Φλειασίου ποταμού Ασωπού. Oταν ο Ζευς, φεύγοντας την οργή του πατέρα της, την εγκατέστησε στην Oινώνη για να φέρει στον κόσμο το γιό του, το νησί ήταν έρημο ή ερημώθηκε ευθύς αμέσως από την οργή της απατημένης Ηρας, που ξέσπασε σ' αυτό. Μετά από αυτό ο πρώτος γηγενής κάτοικος υπήρξε, κατά την παράδοση πάντοτε, ο διογενής Αιακός, που έδωσε και το νέο όνομα (Αίγινα ή Αίγεινα) προς τιμή της μητέρας του στο νησί. Πρώτοι κάτοικοι του οι Μυρμιδόνες, μεταλλαγμένα σε ανθρώπους μυρμήγκια από τον Δία για το χατίρι του γιου του.
O Αιακός, πατέρας του Πηλέως (απόγονοι Αχιλλεύς, Νεοπτόλεμος), του Τελαμώνος (απόγονοι Αίας, Τεύκρος) και του Φώκου (απόγονοι Πανοπεύς, Κρίσος) φέρεται ως γενάρχης των Θεσσαλών και των Μολοσσών (προγόνων του Μ. Αλεξάνδρου και του Πύρρου) της Ηπείρου, των Θεσσαλών, των Σαλαμινίων και των Φωκαέων. O ίδιος καθιέρωσε την πανελλήνια λατρεία του Διός Ελλανίου στην υψηλότερη κορφή της Αίγινας στο Ορος.
Μετά θάνατον, του ανατέθηκαν καθήκοντα κριτού στον Αδη, μαζί με τους Κρήτες βασιλείς Μίνωα και Ραδάμανθυ. Mε την Kρήτη συνδέεται και ο μυθολογικός του ναού της Αφαίας, όπου κατέφυγε και έγινε άφαντη (Αφα-Αφαία) η διογενής Βρι-τόμαρτις, κυνηγημένη από το Μίνωα και τους ψαράδες, που την εντόπισαν στα δίχτυα τους στη θάλασσα, κοντά στο ναό, που ιδρύθηκε σε ανάμνηση για τη λατρεία της. Οχι όμως μόνο η παράδοση αλλά και τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν τις ίδιες σχέσεις και επαφές, όχι μόνο με την Κρήτη, αλλά και με τη Θεσσαλία, τη Φωκίδα, την Αργολίδα, τις Kυκλάδες και την Aττική.

Δέκα οικισμοί
Τεράστιος πιθαμψορέας (1700 π.Χ.),
από την εποχή ναυτικής ακμής
της Αίγινας με παράσταση
 ποντοπόρων πλοίων με κωπηλάτες
(Μουσείο Αίγινας).
Είναι προφανές ότι οι Αιακίδες όπως και οι Ηρακλείδες ήταν από τους σημαντικούς ηγεμόνες των πρωτοελληνικών κατοίκων, που διώχθηκαν λόγω δυναστειακών ερίδων για να επανέλθουν ως Δωριείς στις πατρίδες τους, επαναφέροντας πανάρχαιες λατρείες και συνήθειες.
Oπως αναφέρθηκε, ευρήματα από τις πρώτες μόνιμες εγκαταστάσεις στο νησί ανήκουν στους ώριμους νεολιθικούς χρόνους και προέρχονται από πολλές περιοχές της Αίγινας. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν δύο θαυμάσια στεατοπηγικά ειδώλια, το ένα από τη Βαγία, κοντά στο Μεσαγρό, και το άλλο από τις Αλωνες από τη θέση Βλυχάδα.
Ευρήματα από αυτή την εποχή, αλλά και από την πρώιμη και μέση εποχή του χαλκού έχουν σημειωθεί σε πάμπολες θέσεις της Αίγινας. Η πραγματική όμως εξέλιξη της τεχνολογίας των πολιτιστικών επαφών των κατοίκων της εμπορικής δραστηριότητας και των εθίμων φαίνεται διαχρονικά από την εξέταση των επαλλήλων διαδοχικών κατοικήσεων του λόφου της «κολώνας», κάτω από τα θεμέλια των Iερών των ιστορικών χρόνων.
Από τους δέκα οικισμούς που έ χουν ανασκαφεί, ένας (ο πρώτος) ανήκει στους ύστερους νεολιθικούς χρόνους, πέντε (δεύτερος μέχρι έκτο 2500-2000 π.Χ.) στους πρωτοελλαδικούς, τρεις (έβδομος μέχρι ένατος 2050-1650) στους μεσοελλαδικούς. Στα χίλια χρόνια που μεσολάβησαν μετά τη χρήση των μετάλλων μέχρι και τους μυκηναϊκούς οι Αιγινήτες κάτοικοι της «κολώνας» δεν εγκαταλείψαν το χώρο τους και εξακολούθησαν να κτίζουν τα στενόμακρα σπίτια τους, που μερικά από αυτά ήσαν μνημειώδη όπως το σπίτι των πιθαριών, το σπίτι του βαφέως, γεμάτο με επεξεργασμένες πορφύρες, όπως σύγχρονοι παραθαλάσσιοι χώροι στη Ναυπλία και το λεγόμενο «Ασπρο Σπίτι», αντάξιο της Oικίας των Κεράμων της Λέρνας.

Εξελιγμένος πολιτισμός

Κολώνα: Τεμάχιο αγγείου μεσοελλαδικών χρόνων,
με παράσταση αγάλματος ή ανθρώπου πάνω
σε ψάρι ή σε ακρόπρωρο καραβιού (περί το 1700 π.Χ. -
Μουσείο Αίγινας).
Στην επόμενη φάση οι Αιγινήτες στον ίδιο χώρο χυτεύουν μόνοι τους και επεξεργάζονται το χαλκό, αποκτούν ισχυρότατα τείχη με πύργους και πύλες και ρυμοτομημένο χωριό, αποθήκες, φούρνο και πλούσια οικοσκευή, που δείχνει την παράλληλη ενασχόληση των κατοίκων με τη γεωργία και τη θέλασσα, από όπου έρχονται σε εμπορική επικοινωνία με Κρήτη, Κυκλάδες, Πελοπόννησο και τη Στερεά Eλλάδα.
Τα τελευταία τριακόσια πενήντα χρόνια πριν από τα μυκηναϊκά η Αίγινα εκσυγχρονίζει συνεχώς τα τείχη της, παρουσιάζει τον ίδιο εξελιγμένο ελλαδικό πολιτισμό, όπως και στο υπόλοιπο νησί και ισχυρούς ηγεμόνες, όπως είναι οι ομόλογοι τους των πελοποννησιακών ακτών. Σ' αυτούς ανήκει και ο νεκρός, που είχε ταφεί στον χώρο ανάμεσα στα τείχη του τελευταίου μεσοελλαδικού οικισμού.
Η Aίγινα είναι στα μέσα της δεύτερης π.Χ. χιλιετίας η κυρίαρχος των ανοικτών θαλασσών και τα μεγάλα αιγινήτικα καράβια, που εικονίζονται επάνω στα πιθάρια, που έχουν βρεθεί στην «κολώνα», είναι πραγματικά ποντοπόρα πλοία, οι πρώτες εξηκόντοροι με παράλληλη ύπαρξη ιστίων και συνολικό μήκος περί τα 50 μέτρα και τεράστιο οιάκιο. Σε άλλη παράσταση οι κωπηλάτες είναι ένοπλοι, ενώ σε τρίτη μια ανθρώπινη μορφή με θαυμάσια κίνηση αιωρείται επάνω σε ένα δελφίνι ή δίπλα στο ακρόπρωρο σε σχήμα δελφινιού ενός μικρότερου καραβιού. Κι αυτές οι παραστάσεις προκαλούν το ίδιο δέος και τον ίδιο θαυμασμό, που προκαλούσαν τα πραγματικά πλοία, που αντιγράφουν, όταν έφθαναν στα μακρινά λιμάνια του προορισμού τους.
(Αρθρο της  Tης Ευαγγελίας Πρωτονοταρίου-Δεϊλάκη Επιτίμου Εφόρου Αρχαιοτήτων. Δημοσιεύτηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 7-9-1997)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου